ἀποφράς

From LSJ
Revision as of 16:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφράς Medium diacritics: ἀποφράς Low diacritics: αποφράς Capitals: ΑΠΟΦΡΑΣ
Transliteration A: apophrás Transliteration B: apophras Transliteration C: apofras Beta Code: a)pofra/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, ( φράζω)

   A not to be mentioned, unlucky; ἀ. ἡμέραι, opp. καθαραὶ ἡμ., Pl.Lg.800d, cf. Lys.Fr.43.2, Plu.Alc.34, Luc.Pseudol. 12; ἀ. πύλαι at Rome, = portae nefastae, Plu.2.518b.    II rarely as masc. Adj., impious, wicked, ἄνθρωπος Eup.309; βίος Luc.Pseudol.32.

German (Pape)

[Seite 335] άδος, ἡ, ἡμέρα, dies nefastus, ein unglücklicher Tag, an dem keine Volksversammlung und kein Gericht gehalten wurde, B. A. 5 καθ' ἃς ἀπηγόρευτό τι πράττειν, vgl. Luc. Pseudol.; Plut. Cam. 19; ἀποφράδες πύλαι, das Thor in Rom, durch welches die Verurtheilten abgeführt wurden, Plut. de curios. 6; Eupol. bei B. A. u. A. auch ἄνθρωπος, τὸν οἷον ἀπαίσιον καὶ ἔξεδρον καὶ ἐπάρατον; βίος Luc. Pseudol. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφράς: -άδος, ἡ, (φράζω) δυσοίωνος, κακή, Λατ. infanduw, nefandus, ἀποφράδες ἡμέραι, Λατ. dies nefasti, «ὅταν μήτε αἱ ἀρχαὶ χρηματίζωσι, μήτε εἰσαγώγιμοι αἱ δίκαι ὦσι. μήτε τὰ ἱερὰ ἱερουργῆται, μηθ’ ὅλως τι τῶν αἰσίων τελῆται» Λουκ. Ψευδ. 12 (;)· καθαραὶ ἡμέραι Πλάτ. Νόμ. 800D· Λυσίας Ἀποσπ. 31, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρβλ. Att. Process σ. 152, Λοβ. Ἀγλαοφ. σ. 431: - ἀποφράδες πύλαι, αἱ πύλαι ἐν Ρώμῃ, δι’ ὧν ἀπήγοντο εἰς θάνατον οἱ κατάδικοι, Πλουτ. 2. 518 Β. ΙΙ. σπανίως ὡς ἀρσ. ἐπίθ., ἀσεβής, μοχθηρός, ἄνθρωπος Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 22· βίος Λουκ. Ψευδολ. 32· ἀπ. ἐνιαυτοὶ Συνέσ. 150 C.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
dont il ne faut pas parler (cf. lat. nefandus, infandus) ; maudit, néfaste ; ἀποφράδες πύλαι la porte maudite, par où les condamnés à mort étaient conduits au supplice.
Étymologie: ἀπό, φράζω.

Spanish (DGE)

-άδος
1 innombrable, nefasto ἡμέραι op. καθαραί Pl.Lg.800d, Lys.Fr.5.2, Plu.Alc.34, Cam.19, 2.203a, Moer.49, Luc.Pseudol. tít. y passim, Arr.Byth.37, D.C.71.34.2, Ph.2.330, Poll.8.141
ἀποφράδας· κακάς. παρατηρησίμους Hsch.
aplicado a βίος por efecto cóm. vida nefasta Luc.Pseudol.32, πύλαι en Roma portae nefastae Plu.2.518b.
2 impío, nefasto ἄνθρωπος Eup.332.

• Etimología: Prob. deriv. inverso de ἀπό y φράζω, q.u.

Greek Monolingual

η (AM ἀποφράς) φράζω
(για ημέρες) αυτή που δεν θα ήθελε κανείς ούτε να αναφέρει, δυσοίωνη, απαίσια
αρχ.
1. ἀποφράς
ασεβής, κακός
2. φρ. «ἀποφράδες πύλαι» — πύλες στη Ρώμη από τις οποίες περνούσαν οι μελλοθάνατοι.

Greek Monotonic

ἀποφράς: -άδος, ἡ (φράζω), αυτή που δεν πρέπει να αναφέρεται, δυσοίωνη, κακή· ἀποφράδες ἡμέραι, Λατ. dies nefasti, οι ημέρες κατά τις οποίες παύει κάθε δραστηριότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφράς: άδος adj.
1) бесчестный, нечестивый (βίος Luc.);
2) роковой, злосчастный: ἀποφράδες πύλαι Plut. роковые ворота (в Риме, через которые осужденные выводились на казнь);
3) (лат. nefastus) неприсутственный (ἡμέρα Plat., Lys., Plut.).

Frisk Etymological English

-άδος
Grammatical information: adj.
Meaning: unlucky, wicked (Pl.)
Other forms: Mostly f., of ἡμέρα, but also m. (Eup. 309).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From φράζω, φραδή, φράδμων, with -φράς after the nouns in -άς; Chantr. Form. 351, Schwyzer 507.

Middle Liddell

φράζω
not to be mentioned: ἀποφράδες ἡμέραι, Lat. dies nefasti, days on which no business was done, Plat.