εναργής

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

-ές (AM ἐναργής, -ές)
1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.)
2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῑα ἐναργέστερα», Πλάτ.)
αρχ.
1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῑς», Ιλ.)
2. αυτός που γίνεται πολύ καλά αισθητός στη διάνοια ή την αίσθηση, ευνόητος, προφανής («διὰ τῆς ἐναργεστάτης αἰσθήσεως», Πλάτ.)
3. έξοχος, λαμπρός
4. αυτός που προεξέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το σύνθετο επίθετο εναργής εμφανίζει ως α' συνθετικό την πρόθεση εν και ως β' συνθετικό τ. άργος > αργός «λαμπρός, γρήγορος» (πρβλ. εντελής).
ΠΑΡ. ενάργεια, εναργώ
αρχ.
ενάργημα, εναργότης, εναργώδης].