Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥοικός

From LSJ
Revision as of 12:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοικός Medium diacritics: ῥοικός Low diacritics: ροικός Capitals: ΡΟΙΚΟΣ
Transliteration A: rhoikós Transliteration B: rhoikos Transliteration C: roikos Beta Code: r(oiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A crooked, κορύνα, λαγωβόλον, Theoc.7.18,4.49; περὶ κνήμας ῥοικός bow-legged, Archil.58.4 (v.l. ῥαιβός, q.v.); ῥ. μηροί Hp. Mochl.22; τὸ ῥ. curvature of the leg, Arist.SE181b38.—Ion. word, acc. to EM242.2 (cod. Leid., where ῥυκός).

German (Pape)

[Seite 848] krumm, gebogen, gekrümmt, bes. mit einwärts gekrümmten Füßen; περὶ κνήμας, Archil. frg. 33; κορύνη, Theocr. 7, 18; Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοικός: -ή, -όν, ὡς τὸ ῥαιβός, καμπύλος, κορύνη Θεόκρ. 7. 18, πρβλ. 4. 49· περὶ κνήμας ῥοικός, ὁ ἔχων τὰς κνήμας κυρτὰς πρὸς τὰ ἔσω, Ἀρχίλ. 52 (διάφορος γραφὴ ῥαιβός, ὃ ἴδε)· ῥ. μηροὶ Ἱππ. Μοχλ. 853· τὸ ῥοικόν, κυρτότης τοῦ σκέλους, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3. ― Ἰωνικὴ λέξις κατὰ Γρηγόρ. Κορίνθου 554. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοικόν· σκολιόν, καμπύλον, σκαμβόν, ῥυσόν, ῥικνόν».

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
courbe, recourbé ; particul. cagneux.
Étymologie: cf. ῥικνός.
2ή, όν :
1 mou, débile ; fig. périssable, passager;
2 qui a le flux de ventre, la diarrhée.
Étymologie: ῥόος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. στρεβλός, κυρτωμένος (α. «μηροὶ ῥοικοί», Ιπποκρ.
β. «περί κνήμας ῥοικός», Αρχίλ.)
2. καμπύλος («ῥοικάν... κορύναν», θεόκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ.
τὸ ῥοικόν
η στρεβλότητα σκέλους, το να είναι παραμορφωμένο ένα σκέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ῥικνός.
(I)
-ή, -ό / ῥοϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥόος / ῥοή]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροή («ροϊκή ταχύτητα»)
αρχ.
1. ρευστός, ασταθής, ασθενικός
2. αυτός που πάσχει από διάρροια.
(II)
-ή, -όν, Μ ῥόα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροδιά.

Greek Monotonic

ῥοικός: -ή, -όν, κυρτός, καμπουριαστός, καμπύλος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥοικός: искривленный, кривой (κορύνη Theocr.).

Frisk Etymological English

See also: s. ῥικνός.

Middle Liddell

!ῥοικός, ή, όν
crooked, Theocr.