σίαλον
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
or σίελον, τό,
A spittle, saliva, Hp. Aph.7.16, Pherecr.69, X.Mem.1.2.54; σιάλῳ παιδία παραλείφειν Democrates ap.Arist.Rh.1407a8. II synovial fluid, Hp.Carn. 10. [Att. σίαλον, τό, Hellenic σίελος, ὁ, acc. to Moer.p.347 P.; the latter occurs LXXIs.40.15 (neut. σίελον cod.A), Aret.SD2.2, PMag.Par.1.132: pl. τὰ σίελα LXX 1 Ki.21.13.]
German (Pape)
[Seite 877] τό, ion. σίελον, 1) Speichel, Geifer, der vor dem Munde stehende Schaum, davon das lat. saliva; Hippocr.; Xen. Mem. 1, 2, 54; Pol. 12, 13, 11; Luc. Alex. 21. – 2) das fettige Gliederwasser, μύξα, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σίᾰλον: ἢ σίελον, τό, (πρβλ. ὕαλος, ὕελος, πτύαλος, πτύελον)· ― «σάλιο», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54· σιάλῳ παιδία παραλείφειν Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 3. 4, 3· ― ἐν Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Μ΄, 15) σίελον ἐκ διορθώσεως ΙΙ. ὡσαύτως = μύξα, κόρυζα, Ἱππ. 251. 36· πρβλ. σαλός (ἐπίθετ.). ― (Πρβλ. Λατ. saliva· Ἀρχ. Σκανδιν., Ἀγγλο-Σαξον., καὶ Ἀρχ. Γερμαν. slim· Σλαυ. slina· ― ὁ Κούρτ. ἀναφέρει καὶ τὸ σίαλος εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· ― πρβλ. καὶ τὸ σιγαλόεις).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
salive, bave.
Étymologie: cf. σίαλος.
Greek Monotonic
σίᾰλον: ή σίελον, τό, σάλιο, έκκριμα των σιελογόνων αδένων, φτύμα, σε Ξεν. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίαλον -ου, τό, meestal σίελον, speeksel; geneesk. ook slijm. Hp.
Russian (Dvoretsky)
σίᾰλον: τό слюна Xen., Arst., Luc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. (m.)
Meaning: spittle, slobber, metaph. joint-fluid, synovitis (Hp., Pherecr., X., Arist., hell. a. late).
Other forms: σίελον (-ος)
Derivatives: σιαλίς βλέννος (slime) H. , σιαλώδης saliva-like (Hp.), σιαλ-ίζω (σιελ-) to form spittle, slobber, to foam (Hp., Archig.), -ισμός m. waterbrash (medic.), -ιστήριον n. bridle-bit (Gp.). Besides the verb σίαι πτύσαι (cod. πτῆσαι) Πάφιοι H. (cf. Schwyzer 752 n. 4).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Expressive-popular words as πτύαλον, πτύω, with which they have also genetically been connected; s. πτύω w. further lit. On the supposed but quite uncertain connection with Skt. kṣī́vati spit (Dhātup.) s. Wackernagel in Bechtel Dial. 1. 454 and Mayrhofer s. v. -- To be noted further the very rare and late attested σιαίνομαι, aor. σιάνθην to meet antipathy, disgust (pap. Vl--VIIp, H., Suid., Gloss.), σιαίνω to cause antipathy (sch.), which seems to be a transformation of the synonymous σικχαίνω, -ομαι (s. v.) after σίαι and similar unliterary forms. -- It cold derive from a Pre-Greek *syal-. S. also σίαλος.