περινέω

From LSJ
Revision as of 05:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περινέω Medium diacritics: περινέω Low diacritics: περινέω Capitals: ΠΕΡΙΝΕΩ
Transliteration A: perinéō Transliteration B: perineō Transliteration C: perineo Beta Code: perine/w

English (LSJ)

(A),

   A swim round, Hp. ap. Gal.19.130 ; π. κύκλῳ τινός Arist. HA621a18.
περινέω (B), Hdt.6.80 : aor. part.

   A περινήσας Id.4.164, also uncontr. inf. -νηῆσαι v.l. in Id.2.107, cf. Q.S.3.678 (Med.):—pile, heap round, ὕλην (sc. περὶ τὸν πύργον) Hdt.4.164 ; πολὺ πῦρ Anon. ap. Suid., cf. Plu.2.583a.    2 π. τὴν οἰκίην ὕλῃ pile it round with wood, Hdt.2.107 ; ὕλῃ τὸ ἄλσος Id.6.80.

German (Pape)

[Seite 583] (s. νέω), umfließen, umschwimmen, Arist. H. A. 9, 37; auch = περινήω, Her.

Greek (Liddell-Scott)

περινέω: -νεύσομαι, νέω, κολυμβῶ πέριξ, «περινεῖ, ... περινήχεται» Ἡσύχ., Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· π. κύκλῳ τινὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10.

French (Bailly abrégé)

2amasser tout autour : τι amonceler qch autour ; τὴν οἰκίην ὕλῃ HDT entourer la maison d’un amas de bois.
Étymologie: περί, νέω⁴.

Greek Monolingual

(I)
Α
κολυμπώ γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νέω «κολυμπώ»].
(II)
Α
συσσωρεύω υλικά, συνήθως ξύλα, γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νέω «συσσωρεύω»].

Greek Monotonic

περινέω: μέλ. -νήσω, αόρ. αʹ απαρ. -νῆσαι, εκτεταμ. -νηῆσαι·
1. συσσωρεύω ολόγυρα, ὕλην (ενν. περὶ τὸν πύργον), σε Ηρόδ.
2. περινέω τὴν οἰκίην ὕλῃ, συσσωρεύω ξύλα γύρω απ' αυτή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

περινέω: I νέω II] плавать вокруг (π. κύκλῳ Arst.).
II и περινηέω νέω IV]
1) нагромождать, наваливать (ὕλην Her.);
2) обкладывать (τὴν οἰκίαν ὕλῃ Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-νέω aan alle kanten opstapelen; omgeven met, met dat.

Middle Liddell

fut. -νήσω aor1 inf. -νῆσαι lengthd. -νηῆσαι
1. to pile round, ὕλην (sc. περὶ τὸν πύργον) Hdt.
2. π. τὴν οἰκίην ὕλῃ to pile it round with wood, Hdt.