λήξις

From LSJ
Revision as of 11:41, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source

Greek Monolingual

(I)
λῆξις, ἡ (ΑM, Α ιων. τ. λάξις)
1. τόπος που παραχωρήθηκε για διαμονή («θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων», Ιουλ.)
2. κατάσταση
αρχ.
1. ο καθορισμός ή ο διορισμός με κλήρο, η απόκτηση με κλήρο («ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν», Πλάτ.)
2. η διανομή με κλήρο
3. τμήμα γης ή άλλου σώματος ή αντικειμένου που διανεμήθηκε με κλήρο («νεῑμαι δὲ καὶ τοὺς ἄλλους καὶ τὴν λῆξιν ἑκάστην», Αριστοτ.)
4. στον πληθ. αἱ λήξεις
οι τύχες
5. φρ. α) «ἡ ἑτέρα λῆξις» — άλλος τόπος, άλλος κόσμος
β. «ἡ ἑῴα λῆξις» — το ανατολικό μέρος του κράτους
γ) «λῆξις δίκης» ή, απλώς, «λῆξις» — έγγραφη κατηγορία που κατετίθενταν στον άρχοντα ως πρώτη ένδικη πράξη σε ιδιωτική ή, σπανίως, σε δημόσια δίκη
δ) «λῆξις τοῡ κλήρου» — η αίτηση που γινόταν σε άρχοντα για νόμιμη κατοχή κληρονομιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγχάνω, αναλογικά προς το λῆψις του λαμβάνω (πρβλ. εἴληχα: εἴληφα, λήξομαι: λήψομαι)].
(II)
λῆξις, ἡ (ΑM)
βλ. λήξη.