προνώπια
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
τά,
A front of a house (cf. ἐνώπια), ἐς προνώπι' αὐτίχ' ἥξει E. Ba.639 (troch.): metaph. in sg., τόδ' ἔσχατον . . χώρας Πελοπίας π., of Troezen, the outer portal of Peloponnesus, Id.Hipp.374. II as Adj., πῶς προνώπιος φαίνῃ πρὸς οἴκοις . .; in front, before the door, Id.Ba.645. 2 ἥρωες π., = Lares compitales, D.H.4.14. (Acc. to Eust. for πρό, ἐνώπια, i.e. τὰ πρὸ τῶν ἐνωπίων: but the etym. is doubtful.)
Greek (Liddell-Scott)
προνώπια: τά, τὸ ἔμπροσθεν μέρος τῆς οἰκίας, πρόθυρα, (πρβλ. ἐνώπια), ἐς προνώπι’ αὐτίχ’ ἥξει Εὐρ. Βάκχ. 639· μεταφορ. ἐν τῷ ἑνικῷ, τόδ’ ἔσχατον .. χώρας Πελοπίας πρ., ἐπὶ τῆς Τροιζῆνος, τὰ ἐξώτατα προπύλαια τῆς Πελοποννήσου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 374. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., πῶς προνώπιος φαίνει πρὸς οἴκοις...; ἔμπροσθεν τοῦ οἴκου, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 645· ― ὁ Διον. Ἁλ. 4. 14 φαίνεται ὅτι μεταφράζει τὸ λατ. lares compitales διὰ τοῦ ἥρωες προνώπιοι. (Κατὰ τὸν Εὐστ. ἀντὶ τοῦ πρό, ἐνώπια, δηλ. τὰ πρὸ τῶν ἐνωπίων· ἀλλὰ πιθανῶς ὡς τὸ προνωπής, ἐκ τοῦ πρό, ὤψ, ― καὶ δηλοῖ ἁπλῶς τὸ ἐνώπιον ἢ ἔμπροσθεν εὑρισκόμενον)· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προνώπια· τὰ ἔμπροσθεν τῶν πυλῶν, καθάπερ ἐνώπια τὰ ἔνδον, ὅπου αἱ εἰκόνες τίθενται»· καὶ «προνώπιον· τὸ προκείμενον, οἷον, πρόθυρον».
Greek Monotonic
προνώπια: τά,
I. μπροστινό μέρος σπιτιού (πρβλ. ἐνώπια), σε Ευρ.· μεταφ. σε ενικ., χώρας Πελοπίας προνώπια, λέγεται για την Τροιζήνα, τα εξώτατα προπύλαια της Πελοποννήσου, στον ίδ.
II. ως επίθ., μπροστινός, αυτός που βρίσκεται μπροστά από την πόρτα, στον ίδ.
Middle Liddell
προνώπια, ων, τά, [from προνωπής
I. the front of a house (cf. ἐνώπιἀ, Eur.: metaph. in sg., χώρας Πελοπίας πρ., of Troezen, the outer portal of Peloponnesus, Eur.
II. as adj. in front, before the door, Eur.