εἰλαπίνη
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
English (LSJ)
ἡ,
A solemn feast or banquet (Ath.8.362e), γάμοι τ' ἔσαν εἰλαπίναι τε Il.18.491; εἰλαπίνη ἠὲ γάμος, both opp. ἔρανος, Od.1.226, cf. E.Med.193 (lyr.), Hel.1337 (lyr.), Pl.Ax. 371d (pl.), A.R.1.13, Plu.2.169d (pl.), Ant.Lib.4.4, BGU1080.10 (iii A. D.); cf. ἐλλαπίνα.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλᾰπίνη: ῐ, λαμπρὸν καὶ πολυτελὲς συμπόσιον, «τὰς θυσίας καὶ τὰς λαμπρὰς παρασκευὰς ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ εἰλαπίνας» Ἀθήν. 362Ε· γάμοι τ’ ἔσαν εἰλαπίναι τε Ἰλ. Σ. 491· εἰλαπίνη ἠὲ γάμος, ἔνθα ἀμφότερα ἀντιτίθενται πρὸς τὸ ἔρανος (ὃ ἴδε), Ὀδ. Α. 226· οὕτως Εὐρ. ἐν Μηδ. 193, Ἑλ. 1337, Πλούτ. 2. 169D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
festin bruyant.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
(εἰλᾰπίνη) -ης, ἡ
• Alolema(s): eol. ἐλλαπίνη Et.Gud.s.u. εἰλαπίνη
• Prosodia: [-ῐ-]
convite, festín γάμοι τ' ἔσαν εἰλαπίναι τε Il.18.491, cf. Od.1.226, 11.415, ἐν δαίτῃσι καὶ εἰλαπίνῃσι παρέσται Il.10.217, cf. IStratonikeia 543.13 (II/I a.C.), εἰλαπίνην δαίνυντο Il.23.201, πάντες μὲν θρηνεῦσιν ἐν εἰλαπίναις τε χοροῖς τε Hes.Fr.305.3, cf. Thgn.239, 827, B.13.162, Orác. en SEG 41.981.13 (Éfeso II d.C.), οἵτινες ὕμνους ... ἐπὶ τ' εἰλαπίναις καὶ παρὰ δείπνοις ηὕροντο E.Med.193, ἐπεὶ δ' ἔπαυσ' εἰλαπίνας θεοῖς βροτείῳ τε γένει E.Hel.1337, συμπόσιά τε εὐμελῆ καὶ εἰλαπίναι αὐτοχορήγητοι Pl.Ax.371d, cf. Ant.Lib.4.4, θαμιναὶ γὰρ ἐς ὕστερον εἰλαπίναι τοι pues frecuentes serán los festines que haya para ti en lo sucesivo Call.Cer.64, cf. Fr.43.55, ἀντιβολήσων εἰλαπίνης ἣν πατρὶ Ποσειδάωνι καὶ ἄλλοις ῥέζε θεοῖς A.R.1.13, cf. 4.1421, ἑορταὶ καὶ εἰλαπίναι πρὸς ἱεροῖς Plu.2.169d, cf. Luc.Icar.16, εἰλαπίναισι καὶ εὐχωλαῖσι τέθηλεν IMEG 127.5 (imper.), cf. ISmyrna 544c.7 (III d.C.), AP 9.644 (Agath.), Opp.H.3.224, Orph.A.511, Q.S.12.549, Nonn.D.20.91.
Greek Monolingual
εἰλαπίνη η (Α)
λαμπρό και επίσημο συμπόσιο.
Greek Monotonic
εἰλᾰπίνη: [ῐ], ἡ, συμπόσιο ή μεγάλο γεύμα, που πραγματοποιείται από έναν οικοδεσπότη, αντίθ. προς το ἔρανος (βλ. αυτ.), σε Όμηρ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
εἰλᾰπίνη: (ῐ) ἡ пиршество, пир Hom., Hes., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: drinking-bout, festive eating (Il.; Ael. ἐλ(λ)απίνα Hoffmann Dial. 2, 487).
Derivatives: εἰλαπινάζω banquet (Il.; only present) with εἰλαπιναστής (Ρ 577).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology. A cultural word that may well be a Pre-Greek word; cf. on δεῖπνον. Anl. εἰ- perh. due to metrical lengthening. -απ- is hardly IE.
Middle Liddell
εἰ˘λᾰπίνη, ἡ,
a feast or banquet, given by a single host, opp. to ἔρανος (q. v.), Hom., Eur. [deriv. uncertain]