μύκηρος

From LSJ
Revision as of 04:15, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύκηρος Medium diacritics: μύκηρος Low diacritics: μύκηρος Capitals: ΜΥΚΗΡΟΣ
Transliteration A: mýkēros Transliteration B: mykēros Transliteration C: mykiros Beta Code: mu/khros

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἀμυγδάλη, almond, Lacon. and Tenian word, Seleuc. ap.Ath.2.52c: Lacon. also μούκηρος Pamphil.ib.53b:—hence μουκηρόβατος (leg. -βαγός, i. e. -ϝᾱγός from ἄγνυμι), ὁ, = καρυοκατάκτης, Id.ibid.; written μουκηρόβας in Hsch.

German (Pape)

[Seite 216] ὁ, Mandel-, Nußbaum, Hesych. Vgl. das lakon. μούκηρος.

Greek (Liddell-Scott)

μύκηρος: ὁ, ἀμύγδαλον, Ἀμερίας παρ’ Ἀθην. 52C, Λακωνικ. ὡσαύτως μούκηρος, Πάμφιλ. αὐτόθι 53Β· «Λάκωνας δὲ Σέλευκος ἐν γλώσσαις φησὶ καλεῖσθαι τὰ μαλακὰ κάρυα μουκήρους, Τηνίους δὲ καὶ γλυκέα κάρυα» 52C: - παρὰ τῷ αὐτῷ μνημονεύεται καὶ μουκηρόβατος, Λακων. ἀντὶ καρυοκατάκτης, καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει μουκηροβαγόρ· ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ὁ Dobree διώρθωσε μουκηροβάκτας, (ἴδε -ϝάκτας, ἐκ τοῦ ϝάγνυμι), Ahr. D. D. σελ. 45 μουκηρο-βαγός, (δηλ. -ϝαγός). - Ἴδε Χατζιδάκην ἐν Ἀθηνᾶς τ. 8, σ. 18 καὶ 21.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
amandier ou noisettier arbre.
Étymologie: DELG substrat.

Greek Monolingual

μύκηρος, λακων. τ. μούκηρος, ὁ (Α)
το αμύγδαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα μύσσομαι, μύξα «βλέννα», λατ. mūcus», «βλέννα», οπότε θα είχε σημ. «μαλακός, βλεννώδης καρπός», άποψη που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τη συνώνυμή της αμυγδάλη, οπότε ανάγεται και αυτή στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Η λ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό στο σύνθ. μουκηροβαγός].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: almond, a nut (Ath. 2, 52 c a. 53b, H.
Other forms: Lac. μούκηρος, acc. to Seleuc. and Pamphil. ap. Ath. 2, 52c and 53c Laconian and Teian for ἀμυγδάλη; a further by-form is seen in ἀμιχθαλόεις; further are given ἄμυκτον γλυκύ. οἱ δε ἄμικτον H. and ἀμυκλίς γλυκύς, ἡδύς H. (Fur. 140).
Compounds: μουκηρό-βατος (Ath. 2, 53b), -βας (H.) καρυοκατάκτης, nutcracker', prob. for -βάγος = -Ϝάγος to (Ϝ)άγνυμι break; cf. βάγος κλάσμα ... Λάκωνες H.; details in E. Kretschmer Glotta 18, 95 f.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. The connection with μύσσομαι, μύξα, lat. mūcus as "weak, slimy fruit" (Hehn Kulturpflanzen 615) seems not helpful. Bechtel Dial. 2, 378 assumes connection with the synonymous ἀμυγδάλη. The variants show that the word is Pre-Greek.