νᾶπυ

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾶπυ Medium diacritics: νᾶπυ Low diacritics: νάπυ Capitals: ΝΑΠΥ
Transliteration A: nâpy Transliteration B: napy Transliteration C: napy Beta Code: na=pu

English (LSJ)

τό, Att.,

   A = σίναπι (cf. Phryn.255, Plin.HN19.171; on the accent v. Hdn.Gr.1.354), mustard, ν. Κύπριον Eub.19; ν. βλέπειν Ar. Eq.631: gen. νάπυος Thphr.HP1.12.1: dat. νάπυϊ IG42(1).126.17, 21 (Epid., ii A.D.), Luc.Asin.47.

Greek (Liddell-Scott)

νᾶπυ: τό, = σίναπι (ὅστις εἶναιγνήσιος Ἀττ. τύπος, Λοβεκ. Φρύνιχ. 288), «σινᾶπι», νᾱπυ Κύπριον Εὔβουλ. ἐν «Γλαύκῳ» 1· ν. βλέπειν, ἐπὶ δριμέος καὶ ὀργίλου βλέμματος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 631, πρβλ. κάρδαμον· γεν. νάπυος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1· δοτ. νάπυϊ Λουκ. Ὄν. 47. (Ὁ τονισμὸς νάπυ εἶναι ἡμαρτημένος, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., διότι τὸ ᾰ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγεν. καὶ ἀδοκίμοις συγγραφεῦσιν).

French (Bailly abrégé)

-υος, -υϊ (τό) :
moutarde, plante.
Étymologie: cf. σίναπι.

Greek Monolingual

νᾱπυ, -υος, τὸ (Α)
(αττ. τ.) σινάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση της οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ' όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση της αιγυπτιακής τους προελεύσεως (πρβλ. σίλι: σέσελι, σάρι: σίσαρον, που θεωρούνται επίσης αιγυπτιακής προελεύσεως). Κατ' άλλους, συνδέεται με το αρχ. ινδ. sarsapa «μουστάρδα», το οποίο δεν αποκλείεται να είναι δάνεια λ. αυστρονησιακής προελεύσεως (πρβλ. μαλαιικό sawi, sěsawi, sěnawi «μουστάρδα»). Η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική τα νᾶπυ, σίναπι (πρβλ. λατ. nāpus «ραπάνι», sinapi(s) «μουστάρδα»].

Greek Monotonic

νᾶπυ: τό = σινάπι, βλ. βλέπειν, λέγεται για δριμύ και οργίλο βλέμμα, σε Αριστοφ.· πρβλ. κάρδαμον.

Russian (Dvoretsky)

νᾶπυ: υος τό (dat. νάπυϊ) горчица Arst., Luc.: ν. βλέπειν Arph. глядеть мрачно, хмуриться.

Frisk Etymological English

-υος Other forms: Also σίναπι.
Derivatives: νάπειον (Nic. Al. 430), after γήτειον, κώνειον
See also: s. σίναπι

Middle Liddell

= σίναπι; ν. βλέπειν Ar.; cf. κάρδαμον.