ταρμύσσω

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρμύσσω Medium diacritics: ταρμύσσω Low diacritics: ταρμύσσω Capitals: ΤΑΡΜΥΣΣΩ
Transliteration A: tarmýssō Transliteration B: tarmyssō Transliteration C: tarmysso Beta Code: tarmu/ssw

English (LSJ)

   A frighten, Lyc.1177. (Hence ἀτάρμυκτος).

German (Pape)

[Seite 1071] = φοβεῖν, Suid. aus Lycophr. 1177 nach Emend.

Greek (Liddell-Scott)

ταρμύσσω: ἐμβάλλω εἰς φόβον, φοβῶ, Λυκόφρ. 1177, ἔνθα ἴδε Bachm. (Ὅθεν ἀτάρμυκτος).

French (Bailly abrégé)

c. ταρβέω.

Greek Monolingual

Α
φοβίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. με επίθημα -ύσσω (πρβλ. αἰθύσσω), άγνωστης ετυμολ. Δεν ικανοποιούν ούτε η σύνδεση με το ρ. τρέμω και με τα τέ-τραμ-ος / τετραμαίνω ούτε η αναγωγή της λ. σε αμάρτυρο τ. ταρμός (< τείρω «ταλαιπωρώ, βασανίζω»)].