ἐμμαίνομαι

From LSJ
Revision as of 21:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμαίνομαι Medium diacritics: ἐμμαίνομαι Low diacritics: εμμαίνομαι Capitals: ΕΜΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: emmaínomai Transliteration B: emmainomai Transliteration C: emmainomai Beta Code: e)mmai/nomai

English (LSJ)

   A to be mad at, τινί Act.Ap.26.11, J.AJ17.6.5.

German (Pape)

[Seite 807] dabei rasen, τινί, N. T., Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμαίνομαι: ἀποθ., καθίσταμαι μανιώδης ἐναντίον τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

être furieux contre, τινι.
Étymologie: ἐν, μαίνομαι.

Spanish (DGE)

1 enfurecerse αὐτοῖς Act.Ap.26.11, cf. I.AI 17.174.
2 estar enloquecido Hsch.s.u. ἐμμεμηνότα, por el deseo sexual τοὺς ἄρρενας αὐτῶν κατ' ἀλλήλων ... ἐμμαίνεσθαι Didym.in Zach.2.208.

English (Strong)

from ἐν and μαίνομαι; to rave on, i.e. rage at: be mad against.

English (Thayer)

(see ἐν, III:3); τίνι, to rage against (A. V. to be exceedingly mad against) one: Acts 26:11; besides only in Joseph; Antiquities 17,6, 5.

Greek Monolingual

ἐμμαίνομαι (AM)
μαίνομαι εναντίον κάποιου, καταδιώκω με μανία κάποιον.

Greek Monotonic

ἐμμαίνομαι: (ἐν), αποθ., γίνομαι έξαλλος, εξοργίζομαι με κάτι, με δοτ., σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐμμαίνομαι: неистовствовать (τινι NT).

Middle Liddell

[ἐν]
Dep. to be mad at a thing, c. dat., NTest.