μηδέποτε

From LSJ
Revision as of 12:48, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδέποτε Medium diacritics: μηδέποτε Low diacritics: μηδέποτε Capitals: ΜΗΔΕΠΟΤΕ
Transliteration A: mēdépote Transliteration B: mēdepote Transliteration C: midepote Beta Code: mhde/pote

English (LSJ)

Dor. μηδέ-ποκα ib.22.1126.11 (Amphict. Delph., iv B.C.): Adv.:—

   A never, with pres. and past tenses, as well as fut., Ar.Pl.1000, Pl.Prt.315b.    II μηδέ ποτε and never, Hes.Op.717, 744, A.Pr.1073 (anap.).

German (Pape)

[Seite 170] niemals, Plat. Prot. 315 b u. öfter, μηδέποτ' εἴπῃς, sage niemals, Theaet. 151 d; vgl. Lob. zu Phryn. 458; – getrennt μηδέ ποτε, nachdrücklicher, auch niemals, Hes. O. 719. 746.

Greek (Liddell-Scott)

μηδέποτε: ἐπίρρ. μετ’ ἐνεστ. καὶ παρῳχημένων χρόνων ὡς καὶ μετὰ μέλλοντος, ἔρειδε, μὴ παύσαιο μηδέποτ’ ἐσθίων Ἀριστοφ. Εἰρ. 31· ὡς ηὐλαβοῦντο μηδέποτε ἐμποδὼν ἐν τῷ ἔμπροσθεν εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 315Β, κτλ.· ἴδε οὐδέποτε. ΙΙ. μηδέ ποτε, μηδέ ποτ’ οὐλομένην πενίην θυμοφθόρον ἀνδρὶ τέτλαθ’ ὀνειδίζειν, μηδὲ ὀνείδιζέ ποτε κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715, 742.

French (Bailly abrégé)

adv.
jamais, et jamais.
Étymologie: μηδέ, ποτέ.

English (Strong)

from μηδέ and ποτέ; not even ever: never.

Greek Monolingual

(ΑΜ μηδέποτε και μηδέ ποτε, Α δωρ. τ. μηδέποκα, Μ και μηδεποτέ)
επίρρ. ποτέ μέχρι τώρα, καμιά φορά, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτεπάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς έπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῑν δυνάμενα», ΚΔ)
νεοελλ.-μσν.
κι ούτε ποτέ, και ποτέ
αρχ.
(το μηδέ ποτε είναι εντονότερο, με μεγαλύτερη έμφαση) σε καμία απολύτως περίπτωσημηδέ ποθ' εἴπηθ' ὡς Ζεύς ὑμᾱς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + ποτέ (πρβλ. ουδέποτε)].

Greek Monotonic

μηδέποτε: επίρρ.,
I. ποτέ, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
II. μηδέ ποτε, και ποτέ, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μηδέποτε: adv., тж. раздельно
1) (и) никогда, ни разу: μ. ἀναμένειν Xen. никогда не медлить;
2) (усиленное) не, ни в коем случае не: μ. εἴπῃς Plat. ни в коем случае не говори.

Middle Liddell


I. never, Ar., Plat., etc.
II. μηδέ ποτε and never, Hes.