παιδίσκη
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ἡ, Dim. of παῖς (ἡ),
A young girl, maiden, X.An.4.3.11, Anaxil.22.26, Men.102, etc.; π. νέα, of a wife, Plu.Cic.41. II young female slave, bondmaid, Lys.1.12, 13.67, PCair.Zen.142 (iii B. C.), Ep.Gal.4.22: generally, maidservant, Ev. Marc.14.66; τοὺς παῖδας καὶ τὰς π. Ev.Luc.12.45. 2 prostitute, Hdt.1.93, Is.6.19, Plu.Per.24, Cat. Ma.24, etc.; αἱ δημόσιαι π. Ath.10.437e.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, junges Mägdlein, Töchterlein, nach den Atticisten altattisch nur von freien Jungfrauen, wie Xen. An. 4, 3, 11; Pol. 14, 1, 4; Plut. Cic. 41; erst später eine junge Sklavinn, Theophr. bei D. L. 5, 54; so aber auch schon Her. 1, 93; Lys. 1, 12; Is. 6, 19; Dem. 59, 18; bes. Freudenmädchen. Vgl. Lob. Phryn. 239.
Greek (Liddell-Scott)
παιδίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ παῖς (ἡ), νεαρὰ κόρη, παρθένος, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 26, Μένανδρ. ἐν «Δακτυλίῳ» 1· π. νέα, ἐπὶ γυναικὸς ἐγγάμου, Πλουτ. Κικ. 41. ΙΙ. νεαρὰ δούλη, Λυσ. 92. 41., 136. 8, Ἰσαῖ. 58. 13· μάλιστα πόρνη, Ἡρόδ. 1. 93, Πλουτ. Περικλ. 24, Κάτων Πρεσβύτ. 24, κτλ.· αἱ δημόσιαι π. Ἀθήν. 437F. - Ἡ λέξις κυρίως ἀνήκει εἰς τὴν ἡλικίαν οὐχὶ τὴν κατάστασιν, ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 239.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 petite fille de condition libre;
2 petite servante, jeune esclave;
3 jeune prostituée.
Étymologie: παῖς.
English (Strong)
feminine diminutive of παῖς; a girl, i.e. (specially), a female slave or servant: bondmaid(-woman), damsel, maid(-en).
English (Thayer)
παιδίσκης, ἡ (feminine of παιδίσκος, a young boy or slave; a diminutive of παῖς, see νεανίσκος);
1. a young girl, damsel (Xenophon, Menander, Polybius, Plutarch, Lucian; the Sept. a maid-servant, a young female slave; cf. German Mädchen (our maid) for a young female-servant (Herodotus 1,93; Lysias, Demosthenes, others): ἡ ἐλευθέρα, ἡ παιδίσκη ἡ θυρωρός, Sept. of a female slave, often for אָמָה, שִׁפְחָה). Cf. Lob. ad Phryn., p. 239. (Synonym: see παῖς, at the end.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ παιδίσκη)
1. νεαρή κόρη, κοράσιο, κορίτσι, παιδούλα
2. υπηρέτρια («τύπτειν τοὺς παῑδας καὶ τὰς παιδίσκας», ΚΔ)
αρχ.
1. νεαρή δούλη, σκλάβα («ἐκεῑθεν δὲ παιδίσκην ἀστῆς ἐξαγαγὼν ἁλίσκεται», Λυσ.)
2. πόρνη («αἱ δημόσιαι παιδίσκαι», Αθήν)
3. φρ. «παιδίσκη νέα» — νεαρή έγγαμη γυναίκα («ἐρχομένη δὲ τῇ θυγατρί, παιδίσκῃ νέᾳ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + επίθημα -ίσκη (πρβλ. ασπιδ-ίσκη)].
Greek Monotonic
παιδίσκη: ἡ, υποκορ. του παῖς (ἡ)·
I. νεαρό κορίτσι, παρθένα, σε Ξεν.
II. νεαρή δούλη, πόρνη, σε Ηρόδ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παιδίσκη: ἡ
1) молоденькая девушка Xen., Men.;
2) молодая женщина Her., Plut.;
3) молодая рабыня, служанка Lys., Dem., Isae., NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδίσκη -ης, ἡ [παῖς] meisje:. γέροντά τε καὶ γυναῖκα καὶ παιδίσκας een oude man, een vrouw en jonge meisjes Xen. An. 4.3.11. slavinnetje:. μία τῶν παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως een van de dienstmeisjes van de hogepriester NT Marc. 14.66. hoertje:. αἱ ἐνεργαζόμεναι π. de hoertjes die er werken Hdt. 1.93.2.
Middle Liddell
παιδίσκη, ἡ, [Dim. of παῖς [h]
I. a young girl, maiden, Xen.
II. a young slave, courtesan, Hdt., Plut.