χειραγωγός

From LSJ
Revision as of 02:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρᾰγωγός Medium diacritics: χειραγωγός Low diacritics: χειραγωγός Capitals: ΧΕΙΡΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: cheiragōgós Transliteration B: cheiragōgos Transliteration C: cheiragogos Beta Code: xeiragwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A leading, guiding, χ. ἀρχή Supp.Epigr.8.464 (Egypt).    2 Subst., leader, guide, ἔχει . . χ. τὸν πλοῦτον ὁ γέρων Philem.127; cf. Act.Ap.13.11, Plu.2.794d: τοῦ βίου τυφλὴ χ. (of Τύχη), ib.98b; θεοῖς ἕπεσθαι χειραγωγοῖς ἡγούμενοι Lib.Or.61.4.

German (Pape)

[Seite 1344] an der Hand führend, anleitend, Plut. adv. Stoic. 10 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειρᾰγωγός: -όν, ὁ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγῶν, ἔχει .. χ. τὸν πλοῦτον Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 36. 2) ὡς οὐσιαστ., ὁδηγός, Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄ , 11, Πλούτ. 2. 794D· χ. τυφλὸς βίου Πλούτ. 2. 98Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui conduit par la main ; ὁ ouχειραγωγός PLUT guide, conducteur, conductrice.
Étymologie: χείρ, ἄγω.

English (Strong)

from χείρ and a reduplicated form of ἄγω; a hand-leader, i.e. personal conductor (of a blind person): some to lead by the hand.

English (Thayer)

χειραγωγον (χείρ and ἄγω), leading one by the hand: Artemidorus Daldianus, oneir. 1,48; Plutarch, others.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. αυτός που οδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «χειραγωγός του τυφλού» β. «ἔπεσεν ἐπ' αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς», ΚΔ)
2. αυτός που καθοδηγεί κάποιον, καθοδηγητής («ὁ κοινὸς ἡμῶν ἐπὶ τὴν φωτοδοσίαν χειραγωγός», Δίον. Αρ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. σχοινί στις πλευρές σκάλας ή γέφυρας πλοίου για να στηρίζονται όσοι ανεβοκατεβαίνουν ή διέρχονται από αυτήν, κν. βαρδαμάνα και βαρδατζέντα
2. ανάλογο, ξύλινο ή μεταλλικό στήριγμα σε σκάλα σπιτιού, χειρολαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ-αγωγός].

Greek Monotonic

χειρᾰγωγός: ὁ, κάποιος που οδηγεί κάποιον από το χέρι, καθοδηγητής, οδηγός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

χειρᾰγωγός: ὁ и ἡ проводник, вожатый или руководитель Plut., NT.

Middle Liddell

χειρ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ,
one that leads by the hand, a leader, guide, NTest.