παλαιότης

From LSJ
Revision as of 21:10, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιότης Medium diacritics: παλαιότης Low diacritics: παλαιότης Capitals: ΠΑΛΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: palaiótēs Transliteration B: palaiotēs Transliteration C: palaiotis Beta Code: palaio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A age, π. καὶ πλῆθος ἐτῶν Aeschin.2.42; of seeds, Thphr.HP7.1.6.    2 more freq. antiquity, obsoleteness, π. γὰρ τῷ λόγῳ γ' ἔνεστί τις E.Hel.1056; ὑπὸ παλαιότητος Pl.Cra.421d; εἴτε π. εἴτε σαπρότης Id.R.609e; π. γράμματος, opp. καινότης πνεύματος, Ep.Rom.7.6; in Lit. Crit., D.H.Rh.10.19.

German (Pape)

[Seite 445] ητος, ἡ, das Alter, die Alterthümlichkeit, das Langehersein; παλαιότης γὰρ τῷ λόγῳ γ' ἔνεστί τις, Eur. Hel. 1061; Plat. Crat. 421 d; neben σαπρότης, Rep. X, 609 f; καὶ πλῆθος ἐτῶν, Aesch. 2, 42; Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιότης: -ητος, ἡ, ἀρχαιότης, ἀπηρχαιωμένος χαρακτήρ, π. γὰρ τῷ λόγῳ γ’ ἔνεστί τις Εὐρ. Ἑλ. 1056· ὑπὸ παλαιότητος Πλάτ. Κρατ. 421D· εἴτε π. εἴτε σαπρότης ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 609F· - ἐπὶ προσώπων, Αἰσχίν. 33. 34.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
antiquité, ancienneté.
Étymologie: παλαιός.

English (Strong)

from παλαιός; antiquatedness: oldness.

English (Thayer)

παλαιοτητος, ἡ (παλαιός), oldness: γράμματος, the old state of life controlled by 'the letter' of the law, καινότης, and γράμμα, 2c. (Euripides), Plato, Aeschines, Dio Cassius, 72,8.)

Greek Monotonic

πᾰλαιότης: -ητος, ἡ, αρχαιότητα, παλαιότητα, σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαιότης: ητος ἡ
1) древность (sc. τοῦ λόγου Eur., Plat.);
2) старость, престарелость (π. καὶ πλῆθος ἐτῶν Aeschin.);
3) залежалость (τῶν σιτίων Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαιότης -ητος, ἡ [παλαιός] ouderdom, oude staat.

Middle Liddell

πᾰλαιότης, ητος, ἡ, [from πᾰλαιός]
antiquity, obsoleteness, Eur., Plat.

Chinese

原文音譯:palaiÒthj 爬來哦帖士

詞類次數:名詞(1)

原文字根:老(舊)

字義溯源:陳舊,舊樣,古老,過時的;源自(παλαιός)=古老的),而 (παλαιός)出自(πάλαι)*=從前)。參讀 (πάλαι)同源字

出現次數:總共(1);羅(1)

譯字彙編

1) 舊樣(1) 羅7:6