грозный
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
Russian > Greek
δεινός ;; ζαμενής ;; νεμεσητός ;; νεμεσσητός ;; νεμεσσατός ;; ἀτέραμνος ;; ἰσχυρός ;; βαρυπάλαμος ;; λαμπρός ;; ἴφθιμος ;; γοργωπός ;; φοβερός ;; ἔκπαγλος ;; βλοσυρός ;; σμερδαλέος ;; αἰνός ;; βαρύς ;; ἀνατατικός ;; χαλεπός