βαρυπάλαμος
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
[πᾰ], ον, heavy-handed, χόλος Pi.P.11.23.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠπάλᾰμος) -ον
• Prosodia: [-πᾰ-]
de aplastante mano χόλος de Clitemestra, Pi.P.11.23.
German (Pape)
[Seite 434] χόλος, mit schwerer Hand, Pind. P. 11, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la main pesante, càd terrible.
Étymologie: βαρύς, παλάμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυπάλαμος -ον βαρύς, πάλαμος] met zware hand, d.w.z. verpletterend, van woede. Pind.
Russian (Dvoretsky)
βαρυπάλᾰμος: (πᾰ) с тяжелой рукой, т. е. грозный (χόλος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
βαρῠπάλᾰμος: -ον, ὁ βαρεῖαν ἔχων χεῖρα, χόλος Πίνδ.II. 11. 37.
English (Slater)
βᾰρῠπᾰλᾰμος
1 heavy handed, dire in its execution πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον; (P. 11.23)
Greek Monolingual
βαρυπάλαμος, -ον (Α)
εκείνος που έχει βαριά χέρια, που τιμωρεί σκληρά.
Greek Monotonic
βᾰρῠπάλᾰμος: -ον (παλάμη), αυτός που έχει βαρύ χέρι, σε Πίνδ.