θάψος

From LSJ
Revision as of 14:50, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάψος Medium diacritics: θάψος Low diacritics: θάψος Capitals: ΘΑΨΟΣ
Transliteration A: thápsos Transliteration B: thapsos Transliteration C: thapsos Beta Code: qa/yos

English (LSJ)

ἡ,

   A fustic, Rhus Cotinus, used for dyeing yellow, brought from the island of Thapsos, Theoc.2.88, Nic.Al.570: θαψία ῥίζα Thphr. Fr.170.

German (Pape)

[Seite 1189] ἡ, Kraut zum Gelbfärben der Wolle und Haare, von der Insel Thapsus benannt, Phot.; Schol. Theocr. 2, 88; Nic. Al. 570.

Greek (Liddell-Scott)

θάψος: ἡ, καὶ θαψία (Διοσκ. 4. 158), φυτόν τι ἢ ξύλον χρήσιμον πρὸς παρασκευὴν κιτρίνης βαφῆς, ἐξαγόμενον ἐκ τῆς νήσου Θάψου, Θεόκρ. 2. 28, Νικ. Ἀλ. 583· - θαψία ῥίζα Θεόφρ. Ἀποσπ. 170.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
plante qui sert à teindre en jaune et qu’on tirait de l’île de Thapsos.
Étymologie: Θάψος.

Greek Monolingual

η (Α θάψος)
νεοελλ.
το φυτό «ρους ο κότινος»
αρχ.
φυτό της χερσονήσου Θάψος, χρήσιμο για την παρασκευή κίτρινης βαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το φυτό πήρε την ονομασία του από τη χερσόνησο Θάψο, στην ανατολική παραλία της Σικελίας, από την οποία προερχόταν].

Greek Monotonic

θάψος: ἡ, φυτό ή ξύλο που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή κίτρινης βαφής, και το οποίο εξαγόταν από τη Θάψο, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

θάψος: ἡ тапс (растение, дававшее желтую краску для окрашивания тканей) Theocr.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: name of a plant, fustic, Rhus Cotinus, used for dyeing yellow (Theocr.), also θαψία ῥίζα (Thphr.); θαψία f. deadly carrot, Thapsia garganica (Arist., Thphr.);
Derivatives: θάψινος yellow-coloured (Ar.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Identical with the name of the peninsula Thapsos (on the east-coast of Sicily), or derived from it. Strömberg Pflanzennamen 127.

Middle Liddell

θάψος, ἡ,
a plant or wood used for dyeing yellow, brought from Thapsos, Theocr.

Frisk Etymology German

θάψος: {thápsos}
Grammar: f.
Meaning: N. einer Pflanze, Gelbholz, Rhus Cotinus, zum Färben gebraucht (Theokr. u. a.),
Derivative: auch θαψία ῥίζα (Thphr.); θαψία f. giftige Mohrrübe, Thapsia garganica (Arist., Thphr. usw.); davon θάψινος gelbfarbig (Ar. u. a.).
Etymology : Mit dem Namen der Halbinsel Thapsos (an der Ostküste Siziliens) identisch, bzw. davon abgeleitet. Strömberg Pflanzennamen 127.
Page 1,656