ὀγκηθμός
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
ὁ,
A braying, of the ass, Luc.Asin.15, Gloss. II lowing, of the ox, Nonn.D.5.71.
German (Pape)
[Seite 290] ὁ, das Brüllen, bes. des Esels, Luc. Asin. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγκηθμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Ὄνος 15.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
braiement.
Étymologie: ὀγκάομαι ; cf. βληχηθμός, κνυζηθμός, μυκηθμός.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀγκηθμός)
κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα
αρχ.
μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα -θμός (πρβλ. βρυχη-θμός, μυκη-θμός)].
Russian (Dvoretsky)
ὀγκηθμός: ὁ крик, рев (преимущ. осла) Luc.