θωπευτικός

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωπευτικός Medium diacritics: θωπευτικός Low diacritics: θωπευτικός Capitals: ΘΩΠΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thōpeutikós Transliteration B: thōpeutikos Transliteration C: thopeftikos Beta Code: qwpeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to flatter, fuwning, of dogs, Arist.HA488b21; τὰ θωπευτικά flattery, Pl.Lg.634a. Adv. θωπ-κῶς D.C.69.6, Gal.14.600.

German (Pape)

[Seite 1230] schmeichlerisch; Plat. Legg. I, 634 a; Sp., auch adv., D. C. 89, 6.

Greek (Liddell-Scott)

θωπευτικός: -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν νὰ θωπεύῃ, κολακευτικός, ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33· τὰ θωπευτικά, θωπεία, Πλάτ. Νόμ. 634Α. - Ἐπίρρ. –κῶς, Δίων Κ. 69. 9, Γαλην. τ. 14, σ. 600, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θωπευτικός, -ή, -όν) θωπευτής
1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει
2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης
νεοελλ.
1. τρυφερός, χαϊδευτικός
2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή του αγγέλου θωπευτικωτέρα και της αύρας», Παπαδ.)
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ θωπευτικά
η θωπεία, η κολακεία.
επίρρ...
θωπευτικώς και -ά (Α θωπευτικῶς)
νεοελλ.
με τρυφερότητα
αρχ.
κολακευτικά.

Russian (Dvoretsky)

θωπευτικός: склонный ласкаться, заискивающий (κύων Arst.); τὰ θωπευτικά Plat. лесть, заискивания.