προσκατασκευάζω

From LSJ
Revision as of 10:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκατασκευάζω Medium diacritics: προσκατασκευάζω Low diacritics: προσκατασκευάζω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: proskataskeuázō Transliteration B: proskataskeuazō Transliteration C: proskataskevazo Beta Code: proskataskeua/zw

English (LSJ)

   A furnish or prepare besides, ἐμπόριον D.20.33; θησαυρόν another granary, PCair.Zen.509.9 (iii B.C.); πύλας, τριήρεις, D.S.11.21,43, etc.; δυνάστην π. τινά set him up besides, Plb.21.11.6; build in addition to or beside, οἰκήματα οἰκήμασι, πόλεις πόλεσι, J.AJ8.5.2, 8.6.1:—Med., procure for oneself, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Arist.Top.118a13; φρούριον J.AJ15.9.4:— Pass., ὄνειδος -σκευασθῆναι τῇ πόλει D.19.78, cf. 23.189, IG12(8).51.10 (Imbros, ii B.C.).    II prove in addition, Alex.Aphr. in Metaph.260.32.

German (Pape)

[Seite 768] noch dazu ausrüsten, einrichten; ἐμπόριον, Dem. Lpt. 32; auch ἐκ τῆς ἀπολογίας ὄνειδος προσκατασκευασθῆναι τῇ πόλει, Dem. 19, 78; einsetzen, Pol. 21, 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατασκευάζω: παρασκευάζω προσέτι, ἐμπόριον Δημ. 467. 9· πύλας, τριήρεις Διόδ. 1. 1. 21, 43, κτλ.· δυνάστην πρ. τινά, καθίστημι τίνα, Πολύβ. 21. 9, 6. ― Μέσ., προμηθεύω δι’ ἐμαυτόν, ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 11. ― Παθ., Δημ. 365. 25., 683. 23.

French (Bailly abrégé)

préparer, construire, équiper ou instituer en outre;
Moy. προσκατασκευάζομαι m. sign.
Étymologie: πρός, κατασκευάζω.

Greek Monolingual

Α
1. κατασκευάζω, παρασκευάζω ή ετοιμάζω επί πλέον (α. «προσκατασκευάζω πόλεις πόλεσι», Ιώσ.
β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.)
2. αποδεικνύω επιπροσθέτως
3. μέσ. προσκατασκευάζομαι
προμηθεύω για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι («προσκατασκευάζεσθαι ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

προσκατασκευάζω: μέλ. -σω, παρασκευάζω, κατασκευάζω επιπλέον, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσκατασκευάζω:
1) сверх того устраивать, приготовлять (ἐμπόριον Dem.; τριήρεις Diod.);
2) сверх того назначать (δυνάστην τινά Polyb.);
3) присоединять, добавлять (τι πρός τι Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κατασκευάζω erbij aanleggen, bovendien aanleggen:; γέφυραν een brug Plut. Them. 16.4; ook med..; ὁρμητήρι ( α ) uitvalsbases Dem. 19.326; pass., overdr.. καὶ ἐκ τῆς ἀπολογίας ὄνειδος προσκατασκευασθῆναι τῇ πόλει dat ten gevolge van zijn verdediging ook nog een smet op de stad is gelegd Dem. 19.78.

Middle Liddell

fut. σω
to furnish besides, Dem.