στυφός
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
ή, όν,
A astringent, οἶνος Gp.6.11.2 (Comp.), but σ. οἶνος,= viscidus, Gloss., and so perh. Gp.l.c.: metaph., Νεμέσεως ἀστὴρ . . τῇ γεύσει σ. Vett.Val.2.23.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
στῡφός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 2, Γεωπ. 6, 11, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
âcre, acerbe ; astringent.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στυφός, -ή, -όν, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική γεύση, που προκαλεί παροδική ξηρότητα στο στόμα, όπως λ.χ. το κυδώνι, το μούσμουλο και τα άγουρα φρούτα
2. μτφ. α) δυσάρεστος
β) δυσαρεστημένος
αρχ.
μτφ. αυστηρός.
Russian (Dvoretsky)
στῡφός: v. l. στύφος 3 вяжущий на вкус, терпкий (ὁ χυμὸς τοῦ καρποῦ Arst.).