συκέα
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ἡ, only Dor. (v. συκία), Ep. nom. pl.
A συκέαι Od.7.116, acc. συκέας 24.341 (both disyll.); Ion. acc. sg. συκέην Hdt.1.193, 4.23, gen. pl. συκέων 1.193; elsewh. only in contr. or analogical forms from συκῆ (Ep. and Ion. nom. συκῆ Od.24.246, Archil.19, acc. συκῆν Hippon.34), IG12.313.163, Ar.Ec.708, etc.:—fig-tree, Ficus Carica, Hom. only in Od.; σ. γλυκεραί 7.116; for various kinds, v. Thphr.HP 1.3.1, 3.9.3, 4.2.3, 4.4.4, Ath.3.74c sq.; ἱερὰ σ. a suburb of Eleusis, where Demeter first produced the fig-tree, IG l.c., Paus. 1.37.2, Ath.3.74d, Philostr.VS2.20.3. 2 σ. Αἰγυπτία,= κερωνία, Thphr. HP1.11.2. 3 σ. περὶ τὴν Ἴδην, Amelanchier, Amelanchias vulgaris, ib.3.17.4. 4 = χαμαισύκη, Dsc.4.169. 5 banyan, Ficus bengalensis, Thphr HP 4.4.4. II = σῦκον 1, fig, Ar.Av.590. III a tar or resin in Aleppo pine, Thphr.HP3.9.3, Plin.HN16.44. IV a kind of spurge,= πέπλιον, Ps.-Dsc.4.168, Plin.HN27.119. V = σῦκον 11, excrescence on the body, Dsc.2.170, Poll.4.203, Hippiatr. 82. VI a seaweed, Thphr.HP 4.6.2.
German (Pape)
[Seite 973] ἡ, ion. u. ep. συκέη, zsgzgn συκῆ, der Feigenbaum; συκέας τεσσαράκοντα, Od. 24, 341, wo es zweisilbig zu sprechen ist; sonst auch bei Hom. in der zusammengezogenen Form, Od. 7, 116. 11, 590. 24, 246; Xen. Oec. 19, 12; ἡ ἐκ τῆς συκῆς εἰργασμένη τορύνη, Plat. Hipp. mai. 291 c; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκέα: ἡ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. σῡκέη ὡς ἀεὶ παρ’ Ἡροδ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ὀδ. ἡ ὀνομαστ. τοῦ ἑνικοῦ εἶναι συνῃρ. σῡκῆ, ῆς, ἐν ᾧ ἡ ὀνομαστ. πληθ. εἶναι ἀσυναίρετος, συκέαι Ὀδ. Η. 116, αἰτιατ. συκέας Ω. 341 (καὶ ταῦτα πρέπει νὰ προφέρωνται ὡς δισύλλαβα)· Ἰωνικ. γεν. πληθ. συκέων (ἄμεινον συκεέων, Δινδ. Διάλ. Ἡροδ. σ. xii), Ἡρόδ. 1. 193· Δωρ. συκία, ὃ ἴδε. Ἡ συκῆ, τὸ δένδρον, Λατιν. ficus (ὁ δὲ καρπὸς σῦκον), ὁ Ὅμηρ. μόνον ἐν Ὀδ.· γλυκερὴ Η. 116· ὁ Θεόφρ. μνημονεύει δύο εἴδη, πρβλ. Schneid. Index ἐν λ., Ἀθήν. 74C κἑξ.· ― ἱερὰ σ., τόπος ἐν Ἀθήναις ἔνθα ἡ Δημήτηρ κατὰ πρῶτον παρήγαγε τὴν συκῆν, αὐτόθι D, πρβλ. Παυσ. 1. 37, 2. 2) = σῦκον Ι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 590. ΙΙ. ἡ ῥητίνη τῆς πίτυος ἢ τῆς πεύκης, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 3, Πλίν. 16. 19. ΙΙΙ. εἶδος «γαλατσίδας», ἥτις ἐκαλεῖτο καὶ πέπλος ἢ πεπλίς, Διοσκ. 4. 186, Πλίν. 27. 93. IV. = σῦκον ΙΙ, αἱμορροΐς, ὡς ἐκ τοῦ σχήματος, Διοσκ. 2. 200· ― ὁμοίως, ἔκφυμά τι ἐπὶ τῆς ὁπλῆς ἵππου, Πολυδ. Δ΄, 203, Ἱππιατρ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 571, καὶ τόμ. Δ΄, σ. 312.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 figuier, arbre;
2 figue, fruit.
Étymologie: σῦκον, cf. lat. ficus.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. συκιά.
Russian (Dvoretsky)
σῡκέα: эп.-ион. σῡκέη, стяж. σῡκῆ ἡ
1) фиговое дерево, смоковница Hom., Her. etc.;
2) фига, смоква Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συκέα -ας, ἡ, Ion. συκέη, ep. en Ion. contr. συκῆ [σῦκον] contr. acc. plur. συκᾶς. vijgenboom. uitbr. vijg.