πυγμαχία

From LSJ
Revision as of 00:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυγμᾰχία Medium diacritics: πυγμαχία Low diacritics: πυγμαχία Capitals: ΠΥΓΜΑΧΙΑ
Transliteration A: pygmachía Transliteration B: pygmachia Transliteration C: pygmachia Beta Code: pugmaxi/a

English (LSJ)

Ep. πυγμαχίη, ἡ,

   A boxing, Il.23.653,665, Pi.O.11(10).12, etc.: pl., Pratin.Lyr.1.8, Opp.C.2.20.

German (Pape)

[Seite 813] ἡ, der Faustkampf; Il. 23, 653. 665; Pind. N. 6, 26 Ol. 10, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πυγμᾰχία: ἡ, τὸ πυχμαχεῖν, τὸ μάχεσθαι διὰ τῆς πυγμῆς, τὸ πυκτεύειν, Λατ. pugilatus, Ἰλ. Ψ. 653, 655, Πινδ. Ο. 11 (10). 12, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πρατίν. 1. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pugilat.
Étymologie: πυγμάχος.

English (Slater)

πυγμᾰχία
   1 boxing τεᾶς τυγμαχίας ἕνεκεν (O. 11.12) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.25)

Greek Monolingual

η, Ν ΜΑ, και επικ. τ. πυγμαχιη Α πυγμάχος
άθλημα για ερασιτέχνες και, σήμερα, και για επαγγελματίες, η τακτική του οποίου περιλαμβάνει άμυνα και επίθεση με τις πυγμές, άθλημα που εισήχθη ως ολυμπιακό αγώνισμα στην αρχαία Ελλάδα γύρω στο 630 π. Χ., δηλαδή κατά την 37η Ολυμπιάδα.

Greek Monotonic

πυγμᾰχία: ἡ, πυγμαχία, Λατ. pugilatus, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυγμαχίᾱ -ας, ἡ, ep. en Ion. πυγμαχίη [πύγμαχος] bokswedstrijd.

Russian (Dvoretsky)

πυγμᾰχία: ион. πυγμᾰχίη ἡ кулачный бой Hom., Pind.

Middle Liddell

πυγμᾰχία, ἡ,
boxing, Lat. pugilatus, Il., Pind. [from πυγμά˘χος]