ἐπίπολος
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ὁ,
A = πρόσπολος, companion, S.OT1322 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 972] = πρόσπολος, Soph. O. R. 1323.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπολος: ον = πρόσπολος, σύντροφος, Σοφ. Ο. Τ. 1322.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon.
Étymologie: ἐπί, πέλομαι.
Greek Monolingual
ἐπίπολος, -ον (Α)
ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης («σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -πoλος < πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, ακροπόλος, ονειροπόλος κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἐπίπολος: -ον (πολέω), = πρόσπολος, σύντροφος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπολος: ὁ спутник, помощник (μόνιμος Soph.).