ἐπάγερσις

From LSJ
Revision as of 22:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰγερσις Medium diacritics: ἐπάγερσις Low diacritics: επάγερσις Capitals: ΕΠΑΓΕΡΣΙΣ
Transliteration A: epágersis Transliteration B: epagersis Transliteration C: epagersis Beta Code: e)pa/gersis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A mustering of forces against an enemy, Εέρξης τοῦ στρατοῦ ἐ. ποιέεται Hdt.7.19.

German (Pape)

[Seite 893] ἡ, dasselbe, στρατοῦ Her. 7, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροισις στρατευμάτων ἐναντίον ἐχθροῦ, Ξέρξης τοῦ στρατοῦ ἐπ. ποιέεται Ἡρόδ. 7. 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de rassembler des forces contre un ennemi.
Étymologie: ἐπαγείρω.

Greek Monolingual

ἐπάγερσις, η (Α) επαγείρω
συγκέντρωση, συνάθροιση στρατού εναντίον εχθρού («Ξέρξης τοῡ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροιση στρατιωτικών δυνάμεων, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάγερσις: εως ἡ собирание, сбор, набор (τοῦ στρατοῦ Her.).

Middle Liddell

ἐπάγερσις, εως [from ἐπᾰγείρω]
a mustering of forces, Hdt.