ἐργολαβία

From LSJ
Revision as of 20:26, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργολαβία Medium diacritics: ἐργολαβία Low diacritics: εργολαβία Capitals: ΕΡΓΟΛΑΒΙΑ
Transliteration A: ergolabía Transliteration B: ergolabia Transliteration C: ergolavia Beta Code: e)rgolabi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A contract for the execution of work, πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι [λόγους] Isoc.5.25 : pl., Ath.Mitt.51.29 (Samos), Plu.Cat.Ma.19.    II profitmaking, ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένειν ἐν τῷ μαθήματι D.S.2.29, cf. Lib.Decl.23.20.

German (Pape)

[Seite 1020] ἡ, = ἐργολάβεια, so λόγους πρὸς ἔνδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι, d. i. um Geld zu verdienen, aus Gewinnsucht, Isocr. 5, 25; ἐργολαβίας ἕνεκα D. gie. 2, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργολᾰβία: ἡ, τὸ ἀναδέχεσθαι τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῃ ἀμοιβῇ, παρὰ τοῖς ῥήτορσι, κερδοσκοπία, πρὸς ἐπίδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι Ἰσοκρ. 87C, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ· ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένουσιν ἐν τῷ μαθήματι Διόδ. 2. 29.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
contrat pour l’exécution d’un travail.
Étymologie: ἐργολάβος.

Greek Monolingual

η (AM ἐργολαβία) εργολάβος
ανάληψη εκτελέσεως έργου με αμοιβή συμφωνημένη κατ’ αποκοπήεργολαβία τροφοδοσίας στρατού»)
νεοελλ.
επιδίωξη ερωτικής συνεννοήσεως με βλέμματα, λόγια κ.λπ., ερωτοτροπία
αρχ.
κερδοσκοπία.

Russian (Dvoretsky)

ἐργολᾰβία:
1) принятие заказа: πρὸς ἐργολαβίαν Isocr., ἐργολαβίας ἕνεκα Diod. и ἀπ᾽ ἐργολαβίας Plut. по заказу, за плату;
2) заработок, доход (αἱ περί τι ἐργολαβίαι Plut.).