ὑπένερθε

From LSJ
Revision as of 02:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπένερθε Medium diacritics: ὑπένερθε Low diacritics: υπένερθε Capitals: ΥΠΕΝΕΡΘΕ
Transliteration A: hypénerthe Transliteration B: hypenerthe Transliteration C: ypenerthe Beta Code: u(pe/nerqe

English (LSJ)

also ὕπεν-θεν, Adv.

   A underneath, ζωστὴρ... ἠδ' ὑ. ζῶμά τε καὶ μίτρη Il.4.186; σφυρὰ κάλ' ὑ. ib.147, cf. 17.386; ὑ. δὲ γαῖα φάνεσκε Od.12.242; χιτῶνά γ' ἔχων . . ὑ. Ar.Ra.1067 (anap.); τὰν ὀροφὰν τὰν ὑπένερθε IG42(1).102.46 (Epid., iv B. C.); τὰν ὕλαν τὰν ὑπένερθεν ib. 51.    2 under the earth, in the nether world, Il.3.278, 20.61, Archil. 17; οἱ ὑ., opp. οἱ οὐράνιοι, Pl.Ax.371b, cf. A.R.2.259.    II c. gen. (which sts. goes before, sts. after), under, beneath, ποδῶν ὑ. Il.2.150; ὑ. Χίοιο Od.3.172; ὑ. γενείου Hes.Sc.418; γαίας ὑ. Pi.N.10.87; τοὐμφαλοῦ ὑ. Ar.Nu.977 (anap.); Ἀγρυλῆς ὑ. prob. in IG12.398.16.

German (Pape)

[Seite 1187] u. ὑπένερθεν, adv., unten, unterhalb; σφύρα κάλ' ὑπένερθεν Il. 4, 147. 186; bes. in der Unterwelt, 3, 278. 20, 61; c. gen., der bald vor-, bald nachsteht, ποδῶν δ' ὑπένερθε 2, 150, ὑπένερθε Χίοιο Od. 3, 172; Hes. Sc. 418; ὑπένερθε γαίας ἐών Pind. N. 10, 87, vgl. frg. bei Plat. Theaet. 173 e; οἱ ὑπένερθεν im Ggstz von οὐράνιοι Ax. 371 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπένερθε: καὶ πρὸ φωνήεντος -θεν, ἐπίρρ., κάτωθεν, ὑποκάτω, ζωστήρ..., ἠδ’ ὑπ. ζῶμά τε καὶ μίτρη Ἰλ. Δ. 186· σφυρὰ κάλ’ ὑπένερθεν αὐτόθι 147, πρβλ. Ρ. 386· ὑπ. δὲ γαῖα φάνεσκεν Ὀδ. Μ. 242 χιτῶνά γ’ ἔχων... ὑπ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1067. 2) ὑπὸ τὴν γῆν, ἐν τῷ κόσμῳ, Λατ. apud. inferos, Ὀδ. Γ. 278., Υ. 61· οἱ ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ οὐράνιοι, Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 259. ΙΙ. μετὰ γεν. (ὁτὲ μὲν ἡγουμένης ὁτὲ δὲ ἐπιφερομένης), ὑποκάτω, κάτωθεν, ποδῶν ὑπένερθε Ἰλ. Β. 150· ὑπ. Χίοιο Ὀδ. Γ. 172· ὑπ. γενείου Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 418 ὑπ. γαίας Πινδ. Ν. 10. 164, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 173Ε· τοὐμφαλοῦ ὑπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 977.

French (Bailly abrégé)

c. ὑπένερθεν.

English (Slater)

ῠπένερθε, (ν) prep. c. gen.,
   1 below “ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών” (N. 10.87) (ἡ δὲ διάνοια πέτεται) τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ fr. 292.

Greek Monotonic

ὑπένερθε: και πριν από φωνήεν -θεν, επίρρ.,
I. 1. κάτω από, από κάτω, σε Όμηρ., Αριστοφ.
2. υπογείως, στον Κάτω Κόσμο, Λατ. apud inferos, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως πρόθ., με γεν., κάτω, από κάτω, σε Όμηρ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπένερθε: (ν) adv.
1) внизу, снизу (ὑ. γαῖα φάνεσκεν Hom.): χιτῶνα ἔχειν ὑ. Arph. снизу быть одетым в хитон;
2) под землей, в подземном царстве: οἱ ὑ. Hom., Plat. жители или боги подземного царства.
(ν) praep. cum gen. под, (по)ниже (ὑ. Χίοιο Hom.; τὰ γᾶς ὑ. Pind. ap. Plat.).

Middle Liddell


I. underneath, beneath, Hom., Ar.
2. under the earth, in the nether world, Lat. apud inferos, Od.
II. as prep., c. gen., under, beneath, Hom., Pind.