ὑπονέμομαι

From LSJ
Revision as of 02:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονέμομαι Medium diacritics: ὑπονέμομαι Low diacritics: υπονέμομαι Capitals: ΥΠΟΝΕΜΟΜΑΙ
Transliteration A: hyponémomai Transliteration B: hyponemomai Transliteration C: yponemomai Beta Code: u(pone/momai

English (LSJ)

Med.,

   A eat away beneath or secretly, ἔλαθεν πῦρ ὑπονειμάμενον AP7.444 (Theaet.); but ὑπονεμησαμένη, though found in codd. in Hp.Oss.18, is f. l. for ὑπονης αμένη, v. ὑπονέω.    II undermine (cf. ὑπόνομος): metaph., deceive, γυναῖκας Epich.9.

German (Pape)

[Seite 1227] (s. νέμω), med., von unten aus abweiden, von Grund aus wegfressen, verzehren, von der Flamme, πῦρ ὑπονειμάμενον, Theaet. 4 (VII, 444). – Auch unterminiren, Sp. – Betrügen, Epicharm. bei Poll. 9, 82.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονέμομαι: μέσ., νέμομαι, βόσκομαι ὑποκάτω ἢ κρυφίως, ἔλαθεν πῦρ ὑπονειμάμενον Ἀνθολ. Παλατ. 7. 444· ὑπονεμησάμενος Ἱππ. 279. 44. ΙΙ. ὑπονομεύω, ὑποσκάπτω (πρβλ. ὑπόνομος)· - μεταφορ., ἐξαπατῶ, τινὰ Ἐπίχαρμ. 5 Achr.

French (Bailly abrégé)

1 se repaître de, dévorer de fond en comble en parl. du feu;
2 tromper.
Étymologie: ὑπό, νέμομαι.

Greek Monolingual

Α
1. βόσκω από κάτω ή κρυφά («ἔλαθεν πῡρ ὑπονειμάμενον», Ιπποκρ.)
2. μτφ. εξαπατώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νέμομαι «βόσκω, τρώγω»].

Greek Monotonic

ὑπονέμομαι: Μέσ., καταβροχθίζω, κατατρώγω από κάτω ή κρυφά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπονέμομαι: пожирать снизу (πῦρ ὑπονειμάμενον Anth.).

Middle Liddell


Mid. to eat away beneath or secretly, Anth.