Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλημμέλημα

From LSJ
Revision as of 12:51, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλημμέλημα Medium diacritics: πλημμέλημα Low diacritics: πλημμέλημα Capitals: ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ
Transliteration A: plēmmélēma Transliteration B: plēmmelēma Transliteration C: plimmelima Beta Code: plhmme/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fault, trespass, εἰς τοὺς θεούς Aeschin.3.106 (pl.), cf. LXXJe.2.5, Phld.Rh. 1.188 S. (pl.), Gal.Anim.Pass.2.3 (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 633] τό, = πλημμέλεια; τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα, Aesch. 3, 106; Luc. Hermot. 81.

Greek (Liddell-Scott)

πλημμέλημα: τό, παράπτωμα, ἁμαρτία, εἰς τοὺς θεοὺς Αἰσχίν. 68. 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 faute, offense;
2 gain illégitime.
Étymologie: πλημμελέω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πλημμελώ
παράπτωμα, σφάλμα («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα», Αισχίν.)
νεοελλ.
κάθε αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 χρόνια ή ποινή χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ' αόριστον συνήθως, σε σωφρονιστικό κατάστημα, προκειμένου για εφήβους.

Greek Monotonic

πλημμέλημα: -ατος, τό, παράπτωμα, αμαρτία, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

πλημμέλημα: ατος τό
1) ошибка, неправильность (τὰ εἴς τινα πλημμελήματα Aesch.);
2) противозаконная нажива Isocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλημμέλημα -ατος, τό [πλημμελέω] wandaad, misdaad.

Middle Liddell

πλημμέλημα, ατος, τό, [from πλημμελέω
a fault, trespass, Aeschin.