ἐπιφορέω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A put, pile upon, ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐ. Hdt.4.201, cf.8.28 ; ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐ. Id.4.183 ; ὕλην Id.7.36 ; τῆς γῆς πολλήν Ar.Pax167, cf. X.An.3.5.10 ; [λίθους] ἄνωθεν Ar.Pax225. 2 bring, offer, Ph.1.259.
German (Pape)
[Seite 1001] = ἐπιφέρω, χοῦν, herzutragen, Her. 8, 28; ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐπιφορέοντες 4, 183; vgl. Ar. Pax 167; Xen. An. 3, 5, 10 u. Sp.; ἐπί τι, Paus. 10, 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφορέω: ἐπιφέρω, ἐπισωρεύω, ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐπ. Ἡρόδ. 4. 201, πρβλ. 8. 28· ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐπιφορέοντες, οὕτω σπείρουσι ὁ αὐτ. 4. 183· ὕλην ἐπεφόρησαν 7. 36· γῆν Ἀριστοφ. Εἰρ. 167, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· λίθους ἄνωθεν Ἀριστ. Εἰρ. 224. 2) συλλαμβάνω ἢ ἔχω ἐν γαστρί, Σύνοδ. Ἀγκύρ. 25.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
apporter par-dessus.
Étymologie: ἐπίφορος.
Greek Monotonic
ἐπιφορέω: μέλ. -ήσω = ἐπιφέρω, επιθέτω, επισωρεύω, τοποθετώ πάνω σε, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφορέω: наносить, насыпать, наваливать, нагромождать (χοῦν γῆς Her. и γῆν Xen.; λίθους ἄνωθεν Arph.).