δυσχωρία

From LSJ
Revision as of 15:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχωρία Medium diacritics: δυσχωρία Low diacritics: δυσχωρία Capitals: ΔΥΣΧΩΡΙΑ
Transliteration A: dyschōría Transliteration B: dyschōria Transliteration C: dyschoria Beta Code: dusxwri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A rough ground, X.Cyr.1.6.35; τῶν Ἰταλῶν Jul.Or.1.38c: in pl., X. Cyr.1.4.7, Isoc.6.80, Onos.11.3, Gal.UP3.1, etc.    II want of room, Ph.2.563, Ath.4.129c.    III difficulty, Alex.Aphr.Fat.200.23.

German (Pape)

[Seite 691] ἡ, schwierige Beschaffenheit eines Ortes, ungünstiges Terrain; Plat. Menex. 245 e; Xen. Cyr. 1, 4, 7 u. öfter; auch Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχωρία: ἡ, τόπος δύσκολος, δύσκολον ἔδαφος, «κακοτοπιά»,Ξεν. Κύρ. 1.6,35· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 35,κτλ. ΙΙ. ἔλλειψις τόπου, θέσεως, Ἀθήν. 129C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
difficulté d’un lieu, d’un terrain.
Étymologie: δυσ-, χώρα.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1terreno desfavorable, dificultoso esp. ref. a desfiladeros o zonas abruptas, frec. en cont. bélico ἐν δυσχωρίᾳ op. ἐν ἐρυμνῷ X.Cyr.1.6.35, δυσχωρίας καὶ περικεκλεισμένους ὄρεσι τόπους Onas.11.3, στρατόπεδον ... εἰς δεινὰς δυσχωρίας κατακεκλῃμένον Aeschin.3.87, δ. καὶ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούς X.HG 3.5.20, ἐν δυσχωρίᾳ τέ εἰσιν ἀπειλημμένοι καὶ ἀναχώρησις οὐκ ἔσται αὐτοῖς Paus.4.17.6, cf. Isoc.6.80, D.Chr.55.18, τὰς δυσχωρίας διελθεῖν ἀμείνων ἄνθρωπος τοῦ ... Κενταύρου Gal.3.172, cf. X.Cyr.1.4.7, D.Chr.1.52, Aristid.Or.1.23, Philostr.VS 542.
2 lugar insano o desagradable debido a la acumulación de personas, Ph.2.563.
II 1dificultad del terreno ref. a diversos tipos de accidentes naturales ἀνδρῶν ... ἀγαθῶν ... ἐστερήθημεν τῶν ... ἐν Κορίνθῳ χρησαμένων δυσχωρίᾳ Pl.Mx.245e, δυσχρηστούμενοι δὲ διὰ τὰς δυσχωρίας τῶν τόπων Plb.2.6.4, cf. D.S.17.111, ἀφῃροῦντο γὰρ αἱ δυσχωρίαι τὴν δίωξιν Plu.Flam.5, cf. X.An.3.5.16, πολλαὶ δ' εἰσὶ δυσχωρίαι κατὰ τὴν ἐκ Ῥώμης εἰς Καμπανίαν ἄγουσαν ὁδόν D.H.15.4, cf. Hld.2.19.3, τὸ ὄχημα κατά τινα δυσχωρίαν περιτέτραπται Eun.VS 470, αἱ Ἰταλῶν δυσχωρίαι Iul.Or.1.38c, cf. Str.3.4.18, tb. en una ciudad, I.BI 3.330
anfractuosidad ἐγκαταλείπεσθαι ἀναγκαῖον ἐν ταῖς δυσχωρίαις acumularse por fuerza en las anfractuosidades el viento en los seísmos, Arist.Mete.368a5.
2 gener. dificultad, situación difícil διὰ τὴν ἐν τῇ πόλει περὶ τὰς σιταρχία[ς] δυσχωρίαν SB 11371.6 (I a.C.), para cargar con los regalos recibidos, Hippolochus en Ath.129c, ἐν τοῖς λεγομένοις δ. Alex.Aphr.Fat.30, cf. Didym.Gen.234.2.

Greek Monolingual

δυσχωρία, η (Α)
1. ανώμαλο έδαφος, κακοτοπιά
2. έλλειψη χώρου ή θέσης
3. δυσχέρεια, δυσκολία.

Greek Monotonic

δυσχωρία: ἡ (χώρα), δύσκολο, τραχύ, ανώμαλο έδαφος, κακοτοπιά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσχωρία: ἡ тж. pl. досл. неудобная местность, воен. невыгодные позиции Xen., Isocr., Plat., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσχωρία -ας, ἡ [δυσ-, χώρα] moeilijk, ruw terrein.

Middle Liddell

δυσ-χωρία, ἡ, χώρα
difficult, rough ground, Xen.