παρωτίς

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρωτίς Medium diacritics: παρωτίς Low diacritics: παρωτίς Capitals: ΠΑΡΩΤΙΣ
Transliteration A: parōtís Transliteration B: parōtis Transliteration C: parotis Beta Code: parwti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (οὖς)

   A tumour of the parotid gland, Dsc.2.80, Gal. 16.484, etc.    2 lobe of the ear, Lyc. 1402.    3 lock of hair or curl by the ear, Poll.2.28.    4 Archit., = οὖς 11.2, ornament depending from the end of the ὑπέρθυρον, λίθοι παρωτίδες Rev.Phil.44.250 (Didyma, ii B.C.), cf. Vitr.4.6.4.

German (Pape)

[Seite 530] ίδος, ἡ, die Drüse hinter dem Ohre u. bes. Geschwulst an der Ohrendrüse, Medic. – Auch Ohrläppchen, Lycophr. 1402. – Der Schmuck an den Thürpfosten, der Kragstein, parotides, Vitruv. 4, 6, 4, zw.

Greek (Liddell-Scott)

παρωτίς: -ίδος, ἡ, (οὖς) ὁ ἀδὴν ὁ παρὰ τὸ οὖς ἢ μᾶλλον ἐξοίδησις τοῦ ἀδένος τούτου, «παρωτίδες εἰσὶ παρὰ τοῖς ὠσὶν ἀποστήματα, ταῦτα ἔνιοι διοσκούρους ἐκάλεσαν· ἐπὶ πυρετοῖς γινόμεναι τὰ πολλὰ τῶν πυρετῶν ἀπαλλάσσουσι» Γαληνοῦ Ὅροι Ἰατρ. τ. 19, σ. 440, § τὸ β΄ ἔκδ. Kühn. 2) ὁ λοβὸς τοῦ ὠτός, Λυκόφρ. 1402. 3) βόστρυχος τριχῶν παρὰ τὸ οὖς, Πολυδ. Β΄, 28. 4) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, κόσμημά τι ἐξαρτώμενον ἐκ τοῦ ἄκρου τοῦ ὑπερθύρου (ὡσαύτως καλούμενον ἀγκών), Βιτρούβ. 4. 6, 4 (Schneider)· πρβλ. οὖς ΙΙ. 2.