Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραμεύω

From LSJ
Revision as of 17:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμεύω Medium diacritics: κεραμεύω Low diacritics: κεραμεύω Capitals: ΚΕΡΑΜΕΥΩ
Transliteration A: kerameúō Transliteration B: kerameuō Transliteration C: kerameyo Beta Code: kerameu/w

English (LSJ)

   A to be a potter, Phryn.Com.15, Pl.R.467a, etc.    2 c. acc., κ. κανθάρους make earthenware cups, Epig.4; τὰ τρύβλια κακῶς κ., τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς he tinkers the state, of the demagogue Cephalos, whose father was a potter, Ar.Ec.253; κ. τὸν κεραμέα make a pot of the potter, Pl.Euthd.301d; τὸ Νέστορος ποτήριον πολλοὶ -εύουσι, i.e. discuss its manufacture, Ath.11.781d:—Med., ἐκεραμεύσαντο… ποτήρια they had them made, Pherecr.143:—Pass., χύτρα κεκεραμευμένη ὑπὸ ἀγαθοῦ κεραμέως Pl.Hp.Ma.288d, cf. Nicostr.Com.10.

German (Pape)

[Seite 1420] Töpfer sein, Töpferarbeit machen, Plat. Euthyd . 301 c u. öfter; auch pass., εἰ ἡ χύτρα κεκεραμευμένη εἴη ὑπ' ἀγαθοῦ κεραμέως Hipp. mai. 288 d, wie Ar. bei Ath. XI, 478 d. Uebertr. sagt Ar. Eccl. 252 τὰ τρύβλια κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς, von dem Demagogen Kephalos, dem Sohne eines Töpfers, er töpfert den Staat gut zusammen.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμεύω: εἶμαι κεραμεύς, ἐργάζομαι εἰς κατασκευὴν πηλίνων ἀγγείων, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κωμασταῖς» 1, Πλάτ., κλ. 2) μετ’ αἰτ., κ. κανθάρους, κατασκευάζω πήλινα ποτήρια, Ἐπιγέν. ἐν «Ἡρωΐνῃ» 1· τὰ τρύβλια κακῶς κ., τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς, περὶ τοῦ δημαγωγοῦ Κεφάλου, οὗ ὁ πατὴρ ἦτο κεραμεύς, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 253· καὶ ἐάν… τὸν κεραμέα κεραμεύσῃ, τὸν μεταχειρισθῇ ὡς ὕλην κεραμευτικήν, Πλάτ. Εὐθύδ. 301D. ― Μέσ., ἐκεραμεύσαντο… ποτήρια, κατεσκεύασαν, Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1.

French (Bailly abrégé)

1 façonner en argile;
2 fig. façonner comme de l’argile.
Étymologie: κεραμεύς.

Greek Monolingual

(ΑΜ κεραμεύω) κέραμος
είμαι κεραμέας, κατασκευάζω πήλινα αγγεία («πολὺν χρόνον διακονοῡντες θεωροῡσι πρὶν ἅπτεσθαι τοῦ κεραμεύειν»).

Greek Monotonic

κερᾰμεύω: μέλ. -σω (κεραμεύς),
1. είμαι κεραμέας, δουλεύω με το υλικό του πηλού, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. με αιτ., κ. τὸν κεραμέα, τον μεταχειρίζεται σαν κεραμική ύλη, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κεραμεύω: заниматься гончарным делом, лепить (τὰ τρύβλια Arph.; ἡ χύτρα κεκεραμευμένη ὑπ᾽ ἀγαθοῦ κεραμέως Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμεύω [κεραμεύς] pottenbakker zijn. fabriceren, kneden, overdr. bakken:. τὰ τρύβλια κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς van pottenbakken bakt hij niets, maar de stad bakt hij een prachtige poets Aristoph. Ec. 253.

Middle Liddell

κερᾰμεύω, fut. -σω κεραμεύς
1. to be a potter, work in earthenware, Plat., etc.
2. c. acc., κ. τὸν κεραμέα to make a pot of the potter, Plat.