μεταναγιγνώσκομαι

From LSJ
Revision as of 12:00, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταναγιγνώσκομαι Medium diacritics: μεταναγιγνώσκομαι Low diacritics: μεταναγιγνώσκομαι Capitals: ΜΕΤΑΝΑΓΙΓΝΩΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: metanagignṓskomai Transliteration B: metanagignōskomai Transliteration C: metanagignoskomai Beta Code: metanagignw/skomai

English (LSJ)

Pass.,

   A repent of, c. gen., Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ (Herm. for θυμὸν)… μεγάλων τε νεικέων S.Aj.717 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταναγιγνώσκομαι: Παθ., μετανοῶ ἐπί τινι, μετὰ γεν., Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ (οὕτως ὁ Ἕρμ. ἀντὶ τοῦ θυμόν)... μεγάλων τε νεικέων Σοφ. Αἴ. 717· ἀλλὰ τὸ ἐγνώσθην εἴτε ἁπλοῦν εἴτε σύνθετον, οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ μετὰ ἐνεργητικῆς σημασίας, ὥστε πιθανῶς εἶναι παθητικόν, καὶ πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ «μετεπείσθη» ἢ κατὰ τὸν Ἡσύχ. «μετανεπείσθη», ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

μεταναγιγνώσκομαι (Α)
μετανοώ για κάτι, μεταπείθομαι, αλλάζω γνώμηΑἴας μετανεγνώσθη θυμῶν... μεγάλων τε νεικέων», Σοφ.).

Greek Monotonic

μεταναγιγνώσκομαι: Παθ., μετανιώνω για κάτι, με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μεταναγιγνώσκομαι: настраиваться на другой лад, передумывать: Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ τ᾽ Ἀτρείδαις Soph. Эант отвратил свой гнев от Атридов.

Middle Liddell


Pass. to repent of a thing, c. gen., Soph.