πολύκληρος

From LSJ
Revision as of 05:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκληρος Medium diacritics: πολύκληρος Low diacritics: πολύκληρος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: polýklēros Transliteration B: polyklēros Transliteration C: polykliros Beta Code: polu/klhros

English (LSJ)

ον,

   A with a large portion of land, exceeding rich, Od.14.211, Theoc.16.83.

German (Pape)

[Seite 664] eigtl. von od. mit großem Loose, mit großem Erbtheil, Vermögen, sehr reich; Od. 14, 211; Theocr. 16, 83.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκληρος: -ον, ὁ ἔχων μέγαν κλῆρον, δηλ. μέγα μερίδιον γῆς, ὑπερβαλλόντως πλούσιος, Ὀδ. Ξ. 211, Θεόκρ. 16. 83.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a recueilli de nombreux héritages, très riche.
Étymologie: πολύς, κλῆρος.

English (Autenrieth)

of large estate, wealthy, Od. 14.211†.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πολύκλαρος, -ον, Α
1. αυτός που έχει μεγάλο κλήρο, δηλ. μεγάλη καλλιεργήσιμη έκταση
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, πολύ πλούσιοςἠγαγόμην δὲ γυναῖκα πολύκληρων ἀνθρώπων εἵνεκ' ἐμῆς ἀρετῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλῆρος (πρβλ. ολιγό-κληρος)].

Greek Monotonic

πολύκληρος: -ον, αυτός στον οποίο ανήκει μεγάλο μερίδιο γης, αυτός που έχει μεγάλο κλήρο γης, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύκληρος: обладающий большим наследством, весьма богатый (ἄνθρωποι Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκληρος -ον [πολύς, κλῆρος] zeer rijk bedeeld.

Middle Liddell

πολύ-κληρος, ον,
of a large lot, with a large portion of land, Od., Theocr.