προφράζω
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
A tell or announce beforehand, Hdt.1.120 (unless = προειπεῖν, προερεῖν, speak out boldly): pf. part. Pass., προπεφραδμένα . . ἄεθλα Hes.Op.655, cf. A.R.3.1315. II Pass., to be explained above or previously, Nicom.Ar.1.19.
German (Pape)
[Seite 798] (s. φράζω), vorher-, voraussagen, od. ankündigen; Her. 1, 120 καὶ νῦν εἰ φοβερόν τι ἑωρῶμεν, πᾶν ἄν σοι προεφράζομεν, wo es auch »gerade heraussagen« bedeuten kann; pass., προπεφραδμένα ἆθλα, vorher verkündigte Kampfpreise, Hes. O. 657, wo Herm. προπεφασμένα ändern will; vgl. aber Ap. Rh. 3, 1315, δὴ γάρ σφι πάλαι προπεφραδμένον ἦεν.
Greek (Liddell-Scott)
προφράζω: μέλλ. -σω, προλέγω, Ἡρόδ. 1. 120 (ἔνθα ὁ Schweigh. λαμβάνει αὐτὸ ὡς = προειπεῖν, προερεῖν, μετοχ. παθητ. πρκμ. προπεφραδμένα ἆθλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 653, ἔνθα ἠδύνατο νὰ ἀναγνωσθῇ προπεφασμένα (ἰδὲ προφαίνω Ι. 3), ἀλλὰ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1315.
French (Bailly abrégé)
annoncer ou proclamer d’avance.
Étymologie: πρό, φράζω.
Greek Monolingual
Α
1. προαναγγέλλω, επισημαίνω από πριν
2. εξηγώ από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + < φράζω «λέγω»].
Greek Monotonic
προφράζω: μέλ. -σω, προλέγω, σε Ηρόδ. — Παθ., μτχ. παρακ. προπεφραδμένα ἆθλα, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
προφράζω: заранее объявлять (προπεφραδμένα ἆθλα Hes.): εἰ φοβερόν τι ἑωρῶμεν (v. l. ὡρέομεν), πᾶν ἄν σοι προεφράζομεν Her. если бы мы заметили что-л. опасное, мы обо всем тебя предупредили бы.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-φράζω van te voren aankondigen.
Middle Liddell
fut. σω
to foretell, Hdt.: perf. pass. part. προπεφραδμένα ἆθλα Hes.