σιναμωρέω
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
A ravage or destroy wantonly, τῆς Ἑλλάδος μηδεμίαν πόλιν σιναμωρέειν Hdt.1.152, cf. 8.35: intr., Phld.Herc.1457.12; σ. ἔς τι Paus 2.32.3:—Pass., to be treated wantonly, γυνὴ σιναμωρουμένη χαίρει Ar.Nu.1070.
German (Pape)
[Seite 882] beschädigen, verletzen, verheeren, verwüsten; τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν, Her. 1, 152; ὅσα ἐπέσχον τῆς Φωκίδος, πάντα ἐσιναμώρεον, 8, 35. – Bei den Attikern = benaschen, aus Näscherei heimlich entwenden, u. übertr. nach verstohlenem Liebesgenuß lüstern sein, γυνὴ σιναμωρουμένη χαίρει Ar. Nubb. 1053, das Weib läßt sich gern benaschen.
Greek (Liddell-Scott)
σῐνᾰμωρέω: (σινάμωρος) βλάπτω, λυμαίνομαι, καταστρέφω ἀκολάστως, τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν Ἡρόδ. 1. 152, πρβλ. 8. 35· ὡσαύτως ἀμεταβ., σ. ἔς τι Παυσ. 2. 32, 3· ― Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις ἀκολάστως, αἰσχρῶς, λάγνως, γυνὴ συναμωρουμένη χαίρει Ἀριστοφ. Νεφ. 1070.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 gâter ; piller, dévaster, acc.;
2 mâchonner par gourmandise.
Étymologie: σινάμωρος.
Greek Monotonic
σῐνᾰμωρέω: μέλ. -ήσω (σινάμωρος), λυμαίνομαι ή προκαλώ τον όλεθρο με ακόλαστο τρόπο, αφανίζω, σε Ηρόδ. — Παθ., γίνομαι θύμα ακόλαστης μεταχείρισης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σῐνᾰμωρέω:
1) повреждать, разорять (πόλιν Her.);
2) перен. использовать, вкушать (γυνὴ σιναμωρουμένη Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιναμωρέω [σινάμωρος] Ion. imperf. 3 plur. ἐσιναμώρεον, verwoesten, schaden; seks. pass.. σιναμωρεῖσθαι bruut genomen worden Aristoph. Nub. 1070.
Middle Liddell
σῐνᾰμωρέω, fut. -ήσω σινάμωρος
to ravage or destroy wantonly, Hdt.:—Pass. to be treated wantonly, Ar.