σιτηρέσιον

From LSJ
Revision as of 23:04, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτηρέσιον Medium diacritics: σιτηρέσιον Low diacritics: σιτηρέσιον Capitals: ΣΙΤΗΡΕΣΙΟΝ
Transliteration A: sitērésion Transliteration B: sitēresion Transliteration C: sitiresion Beta Code: sithre/sion

English (LSJ)

τό,

   A provision-money, X.An.6.2.4; δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σ. λαμβάνει D.4.28; ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. Id.50.53; ἐργώναις σ. IG42(1).103.168 (Epid., iv B.C.): generally, allowance, pension, PLond.3.955.10 (iii A.D.); annuity purchased, Milet.3.147.44 (iii B.C.); at Rome, σ. ἔμμηνον a monthly allowance of grain to the poorer citizens, Lat. frumentatio, Plu.Caes.8, cf. 57, Crass.2, Cat.Mi.26; cf. σιτοδοτέω.

German (Pape)

[Seite 885] τό, Proriant, Kost, Beköstigung, bes. der Soldaten, auch Sold, Löhnung, Xen. An. 5, 10, 4; die VLL. crkl. τὸ διδόμενόν τισιν ἐς τροφήν; Dem. ἵνα δέκα ἕκαστος τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνῃ, 4, 28, vgl. 50, 10; Sp., wie Plut. Cat. min. 26.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηρέσιον: τό, τροφαί, ζωοτροφίαι, μάλιστα δὲ τοῦ στρατιώτου ὁ μισθὸς πρὸς ἀγορὰν τροφῆς, Ξεν. Ἀν. 6. 2, 4· δέκα ἕκαστος τοῦ μηνὸς δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνει Δημ. 48. 4· ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. ὁ αὐτ. 1223. 6, πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 365, Ἡσύχ.· - ἐν Ρώμῃ, σιτ. ἔμμηνον, ὁ κατὰ μῆνα χορηγούμενος σῖτος εἰς τοὺς πενεστέρους τῶν πολιτῶν, Λατ. tessera frumentaria, Πλουτ. Καῖσ. 8. 57, Κάτων Νεώτ. 26· πρβλ. σιτοδοτέω.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fourniture en vivres ou en argent ; solde : σιτηρέσιον ἔμμηνον PLUT à Rome allocation mensuelle de grains aux citoyens pauvres (lat. tessera frumentaria).
Étymologie: σιτηρός.

Greek Monotonic

σῑτηρέσιον: τό, προμήθειες, τρόφιμα, ιδίως λέγεται για το επίδομα σίτησης που χορηγείτο στους στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· στη Ρώμη, σιτηρέσιον ἔμμηνον, η μηνιαία χορήγηση σίτου στους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, Λατ. tessera frumentia, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτηρέσιον -ου, τό [σιτηρός] soldij. uitdeling van graan (in Rome).

Russian (Dvoretsky)

σῑτηρέσιον: τό съестные припасы, продовольствие, воен. продовольственный паек или продовольственные деньги Xen., Dem.: σ. ἔμμηνον Plut. (лат. tessera frumentaria) месячный продовольственный паек (неимущим римским гражданам).

Middle Liddell

σῑτηρέσιον, ου, τό,
provisions, victuals, esp. of soldiers' provision-money, Xen., Dem.:—at Rome, σιτ. ἔμμηνον a monthly allowance of grain to the poorer citizens, Lat. tessera frumentaria, Plut. [from σῑτηρός]