πεζέμπορος
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
ον,
A trafficking by land, Str.16.3.3.
German (Pape)
[Seite 542] zu Lande handelnd, Strab. XVI.
Greek (Liddell-Scott)
πεζέμπορος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ἐμπορευόμενος, Στράβ. 766.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait le commerce par terre.
Étymologie: πεζός, ἔμπορος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εμπορεύεται στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + ἔμπορος.
Greek Monotonic
πεζέμπορος: -ον, έμπορος που διέρχεται την ξηρά, σε Στράβ.
Middle Liddell
πεζ-έμπορος, ον,
trafficking by land, Strab.