τοξόδαμνος

From LSJ
Revision as of 13:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξόδαμνος Medium diacritics: τοξόδαμνος Low diacritics: τοξόδαμνος Capitals: ΤΟΞΟΔΑΜΝΟΣ
Transliteration A: toxódamnos Transliteration B: toxodamnos Transliteration C: toksodamnos Beta Code: toco/damnos

English (LSJ)

ον,

   A subduing with the bow, τ. Ἄρης the war of archers, i.e. the Persians (cf. τόξον 1.1), ib. 86 (lyr.); Ἄρτεμις E.Hipp.1451, cf. Diph.30, Lyc. 1331.

German (Pape)

[Seite 1128] bogengewaltig, den Bogen beherrschend, Ἄρης, Aesch. Pers. 86; oder mit dem Bogen überwältigend, tödtend, Artemis, Eur. Hipp. 1451; Diphil. bei Ath. VI, 223 a; Lycophr. 1331.

Greek (Liddell-Scott)

τοξόδαμνος: -ον, ὁ διὰ τοῦ τόξου δαμάζων, τ. Ἄρης, ὁ πόλεμος τῶν τοξοτῶν, δηλ. τῶν Περσῶν (πρβλ. τόξον Ι). Αἰσχύλ. Πέρσ. 86· Ἄρτεμις Εὐρ. Ἱππ. 1451· τοξόδαμνε παρθένε Δίφιλος ἐν «Ἐλενηφοροῦσιν» 1. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τοξοδάμας.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που δαμάζει με το τόξοτοξόδαμνος Ἄρτεμις», Ευρ.)
2. φρ. «τοξόδαμνος Ἄρης» — πόλεμος που διεξάγεται από δεινούς τοξότες (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. πρωτό-δαμνος].

Greek Monotonic

τοξόδαμνος: -ον, αυτός που δαμάζει, υποτάσσει με το τόξο του, τοξόδαμνος Ἄρης, ο πόλεμος των τοξοτών, δηλ. των Περσών, σε Αισχύλ.· τοξόδαμνος Ἄρτεμις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τοξόδαμνος: ὁ Aesch., Eur. = τοξοδάμας.

Middle Liddell

τοξό-δαμνος, ον, δαμάω
subduing with the bow, τ. Ἄρης the war of archers, i. e. the Persians, Aesch.; τ. Ἄρτεμις Eur.