ἐνδέμω

From LSJ
Revision as of 15:00, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδέμω Medium diacritics: ἐνδέμω Low diacritics: ενδέμω Capitals: ΕΝΔΕΜΩ
Transliteration A: endémō Transliteration B: endemō Transliteration C: endemo Beta Code: e)nde/mw

English (LSJ)

   A wall up, τὰς διασφάγας Hdt.3.117.    II build in a place, τρεῖς μέν οἱ πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theoc.17.82:—Med., build or make for oneself in, κοῖτον θάμνῳ Nic.Th.419.

German (Pape)

[Seite 832] (s. δέμω), darin bauen, ἐνδέδμηνται Theocr. 17, 82; verbauen, τὰς διασφαγὰς ἐνδείμας Her. 3, 117. – Med., Nic. Th. 419.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδέμω: ἐμφράττω διὰ τοίχου ἢ ἄλλως, τὰς διασφάγας τῶν οὐρέων ἐνδείμας ὁ βασιλεὺς Ἡρόδ. 3. 117. ΙΙ. κτίζω ἐντός τινος τόπου, τρεῖς οἱ πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Θεόκρ. 17. 82: - Μέσ., κτίζω, κατασκευάζω, δι’ ἐμαυτόν τι ἔν τινι τόπῳ, κοῖτον βαθεῖ ἐνεδείματο θάμνῳ Νίκανδρ. Θηρ. 419.

French (Bailly abrégé)

fortifier, munir de constructions, acc..
Étymologie: ἐν, δέμω.

Spanish (DGE)

1 tapiar τὰς διασφάγας τῶν ὀρέων ἐνδείμας habiendo tapiado los desfiladeros de las montañas Hdt.3.117.
2 construir en, edificar en en v. pas., c. dat. τρεῖς μέν οἱ (Αἰγύπτῳ) πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theoc.17.82.
3 en v. med. construirse en c. ac. y dat. κοῖτον δὲ βαθεῖ ἐνεδείματο θάμνῳ Nic.Th.419.

Greek Monolingual

ἐνδέμω (Α)
1. φράζω με κτίσμα
2. οικοδομώ, χτίζω σ' έναν τόπο.

Greek Monotonic

ἐνδέμω: μέλ. -δεμῶ,
I. εντοιχίζω, χτίζω, σφραγίζω με χτίσιμο, σε Ηρόδ.
II. χτίζω, ανεγείρω, οικοδομώ μέσα σε κάποιον τόπο, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδέμω:
1) (где-л.) строить, воздвигать (τρεῖς πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theocr.);
2) закрывать строениями, застраивать (τὰς διασφάγας τῶν οὐρέων Her.).

Middle Liddell

fut. δεμῶ
I. to wall up, Hdt.
II. to build in a place, Theocr.