τερθρεύομαι

From LSJ
Revision as of 13:55, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερθρεύομαι Medium diacritics: τερθρεύομαι Low diacritics: τερθρεύομαι Capitals: ΤΕΡΘΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: terthreúomai Transliteration B: terthreuomai Transliteration C: terthreyomai Beta Code: terqreu/omai

English (LSJ)

   A use extreme subtlety, Arist. Top.156b38, Plu.2.43a, Gal.UP6.12, dub. cj. by Bgk. in Ar.Fr.198.9, cf. Pherecr.18 (dub.); τ. περί τινος D.61.15.

German (Pape)

[Seite 1093] dep. med., viel seltener act. τερθρεύω, Gaukeleien od. Blendwerk machen, bes. leeres, spitzfindiges Geschwätz führen, schwatzen; μάτην τερθρευώμεθα, Dem. 61, 15; Arist. Top. 8, 1; Plut. de audit. 7, auch = betrügen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

τερθρεύομαι: ποιοῦμαι χρῆσιν τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης καὶ ἀγυρτίας, Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 17, Πλ. 2. 43Α, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Ἀριστοφάνους «Δαιταλεῦσι» 16. 9· τ. περί τινος Δημ. 1405. 27· - οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Αἰλ. π. Ζ. 10. 24.

Greek Monolingual

Α
κάνω χρήση σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική ενασχόληση με ένα θέμα (πρβλ. γερμ. spitzfindig λεπτομερώς, σχολαστικά» < Spitze «άκρη, αιχμή» + finden «βρίσκω» και γαλλ. pointiller «λεπτολογώ» < pointe «αιχμή, άκρη»)].

Greek Monotonic

τερθρεύομαι: αποθ., χρησιμοποιώ τεχνάσματα και απάτες, σε Δημ. (Πιθ. συνηρ. από το τερατεύομαι).

Russian (Dvoretsky)

τερθρεύομαι: заниматься хитросплетениями, морочить словами Dem., Arph., Arst., Plut.

Middle Liddell

τερθρεύομαι,
Dep. to use claptraps, Dem. [Prob. contr. from τερατεύομαι.]

Frisk Etymology German

τερθρεύομαι: {terthreúomai}
Grammar: v.
Meaning: spitzfindig reden (D., Arist., Plu. u.a.)
Derivative: mit τερθρεία f. spitzfindige Rede, Haarspalterei (Isok., Phld., D. H. u.a.), auch als militärischer Fachausdruck = ἡ στρατεία ἡ ἐν τοῖς μέρεσιν καλουμένη (Phot., Suid.; ähnl. EM 753, 5), -εύμασι· φλυαρίαις H., -εύς m. als PN (Hermipp.).
Etymology : Kann (als Denominativum) von τέρθρον oberstes Ende, Spitze schwerlich getrennt werden, obwohl eine semantisch befriedigende Begründung fehlt. Prellwitz erinnert an μετεωρολόγος; man könnte vielleicht auch nhd. spitzfindig, frz. pointiller nörgeln, sich bei Kleinigkeiten aufhalten (pointille, point, -e), poin-tillerie Nörgelei, Haarspalterei zum Vergleich heranziehen. Andere Hypothesen bei Richardson Class Quart. 39, 59ff. (morphologisch nicht überzeugend). — Seit Curtius (mit Heinr. Schmidt), Brugmann Grundr.1 II: 1, 90 (2II : 1, 128) als Reduplikationsbildung von θρέομαι (s. auch τονθορύζω) erklärt; weder formal noch semantisch einwandfrei.
Page 2,879