ἐγκατατάσσω
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
Att. ἐγκατατάττω,
A arrange or place in, Longin.10.7, Marcellin.Puls.474:—Pass., Onos.10.3; ῥυθμοὶ - τεταγμένοι ἀδήλως rhythms introduced unobtrusively, D.H.Comp.25 (cf. ἐγκαταχωρίζω).
German (Pape)
[Seite 706] att. -τάττω, darin, darunter ordnen, einsetzen, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατατάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, κατατάσσω ἢ τοποθετῶ εἰς, Λογγῖνος 10. 7, κτλ. ΙΙ. ἐπιδοκιμάζω, ἐγκρίνω, κυρῶ, Κλήμ. Ἀλ. 227.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
1 incluir en, intercalar, insertar c. dat. loc. o constr. prep., gener. ref. escritos οὐδὲν φλοιῶδες ἢ ἄσεμνον ἢ σχολικὸν ἐγκατατάττοντες διὰ μέσου Longin.10.7, ἃ δίκαιον ἐγκατατάξαι τῇ γραφῇ Marcellin.Puls.474, ἐν τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτάς Pamph.Mon.Solut.11.69, en v. pas. ῥυθμοὶ ... ἐγκατατεταγμένοι ἀδήλως en la prosa, D.H.Comp.25.9, ἡ γοῦν Ἰούδα προδοσία ... ἐγκατατέτακται τοῖς εὐαγγελίοις Origenes Io.1.11, cf. Clem.Al.Strom.6.13.107, τῇ (ἀληθείᾳ) οἷον ἐγκατατεταγμένῃ τῷ μικτῷ Dam.in Phlb.253.
2 admitir, sancionar en v. pas. ὁ γάμος Clem.Al.Paed.2.10.95.
3 poner a cargo de c. dat. χειροτονεῖ ἐπίσκοπον, ἐγκατατάξας κωμυδρίῳ Pall.V.Chrys.7.13
•destinar, relegar en v. pas. ἵππος σταδιοδορομεῖν οὐκέτι δυνάμενος μυλῶνι Pall.V.Chrys.12.46.
4 en v. med. ponerse en su sitio, colocarse en formación οἱ μὲν ἀσυνήθεις ... ἐγκατατάσσονται πολὺν ἀναλίσκοντες χρόνον los que no están acostumbrados pierden mucho tiempo hasta que se colocan en formación Onas.10.3.