βρένθος

From LSJ
Revision as of 15:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἡ πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρένθος Medium diacritics: βρένθος Low diacritics: βρένθος Capitals: ΒΡΕΝΘΟΣ
Transliteration A: brénthos Transliteration B: brenthos Transliteration C: vrenthos Beta Code: bre/nqos

English (LSJ)

ὁ, an unknown

   A water-bird, Arist.HA609a23, Ael.NA5.48, but in Arist.HA615a16 (with v.l. βρίνθος) some kind of singingbird ( = κόσσυφος, Hsch.).    II haughty carriage, arrogance, Ath. 13.611e.    III tomb, Hsch.

German (Pape)

[Seite 463] ὁ, 1) ein Wasservogel, Arist. H. A. 9, 1. 11. – 2) von dessen stolzen Gebehrden übertr., das sich Brüsten, Stolz, Ath. XIII, 611 e. Davon

Greek (Liddell-Scott)

βρένθος: ὁ, ἄγνωστόν, τι θαλάσσιον πτηνόν, ἔχον μεγαλοπρεπὲς τὸ παράστημα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 16· ἀλλ’ αὐτόθι 11. 5 (μετὰ δι. γραφ. βρίνθος) εἶδος ᾠδικοῦ πτηνοῦ ΙΙ. τρόπος ὑπεροπτικός, ἀλαζονεία, Ἀθήν. 611Ε· (πρβλ. σκώπτω, σκώψ).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 orgullo, arrogancia ἀπομνημονεύσω δ' ἐγώ, εἰ καὶ πολλά ἐστι τὰ λεχθέντα, διὰ τὸν βρένθον ὑμῶν τὸν πολύν, ὦ φιλόσοφοι Ath.611e.
2 orn., n. de un pájaro acuático sin identificar, Arist.HA 609a23, Ael.NA 5.48
pero pájaro cantor quizá el mirlo ὄρνεον β., ὅπερ ἔνιοι κόσσυφον λέγουσιν Hsch., cf. Arist.HA 615a16 (cód., pero v. βρίνθος).
3 tumba Hsch., AB 223.14.

• Etimología: Se ha rel. lat. grandis. Otros c. ruso grudĭ de *ghr(o)udh- que tb. estaría en a. inglés grēada ‘pecho’ y airl. grūad.

Greek Monolingual

βρένθος, ο (Α)
1. ονομασία μεγαλοπρεπούς θαλάσσιου πτηνού
2. είδος ωδικού πτηνού
3. αλαζονικός τρόπος, υπεροψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα βρένθος, βρενθύομαι αποτελούν λέξεις άγνωστης ετυμολογίας, ενώ ανερμήνευτη παραμένει η μεταξύ τους ακριβής σχέση. Η σημασία (3) του βρένθος «αλαζονικός τρόπος, υπεροψία» οφείλεται πιθ. σε μεταφορική χρήση του ονόματος του πτηνού, αν δεν προήλθε από τη σημασία του βρενθύομαι «κομπάζω, υπερηφανεύομαι»].

Russian (Dvoretsky)

βρένθος: ὁ брент (неизвестные нам виды птиц: водоплавающей - предполож. гоголь - и певчей) Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: The data are very complicated.1. a bird (a waterbird Arist. HA 609a23, but a singing bird (v.l. βρίνθος) Arist. HA 15a16 = κόσσυφον (blackbird) Η.; s. Thompson Birds s. v.); 2. pride (Ath.); 3. πυθμήν, τύμβος H. 4. a perfume βρένθον μύρον (perfume) τι <τῶν παχέων>, ὡς βάκκαρις (unguent), οἱ δε ἄνθινον μύρον H. cf. βρενθινῳ̃ ἀνθινῳ̃ H. 5. βρένθινα ῥιζάρια τινά, οἷς ἐρυθραίνονται αἱ γυναῖκες τὰς παρειάς οἱ δε ἄγχουσαν, οὐκ εὖ...οἱ δε φῦκος (orchil?) παραμφερες κύδει Α᾽φροδίτης H. 6. βρένθις = θρίδαξ (Nic. fr. 120), βρένθιξ θριδακίνη. Κύπριοι H.
Derivatives: βρένθειον (μύρον; Sapph.). - βρένθυς, -υος f. perfume of βρένθειον μύρον (Phld.). - More usual is βρενθύομαι (pres. only) bear oneself haughtily, swagger (Ar.), also βρενθύνομαι (AP),
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: DELG thinks the bird is the same word as that for arrogance, which is quite doubtful. DELG suggests that there were two groups, the bird (+ arrogance) and the plants and the perfurme. The word for = τύμβος may be another group. So nothing is certain. - Hardly here βρινδεῖν θυμοῦσθαι, ἐρεθίζειν H. as Illyrian (v. Blumenthal, Hesychst. 6, Krahe DLZ 1930, 1654); also Alessio, Studi Etruschi 15, 190ff. If the v.l. βρίνθος is reliable, the (a?) bird may be Pre-Gr., as is to be expected.

{{FriskDe |ftr=βρένθος: {brénthos}
Grammar: m.
Meaning: 1. N. eines Wasservogels (Arist., Ael.; vgl. Thompson Birds s. v.), 2. Stolz (Ath.), 3. = τύμβος H. — βρένθον· μύρον τι <τῶν παχέων>, ὡς βάκκαρις, οἱ δὲ ἄνθινον μύρον H.
Derivative: Davon βρένθειον (μύρον; Sapph., Pherekr.); βρένθινα· ριζάρια τινά, οἷς ἐρυθραίνονται αἱ γυναῖκες τὰς παρειάς H.; βρενθίνῳ· ἀνθίνῳ H.; — βρένθυς, -υος f. [[Parfüm aus βρένθειον μύρον (Phld.). — βρένθιξ· θριδακίνη. Κύπριοι H.
Etymology : Neben diesen seltenen, z. T. nur lexikalisch belegten Nomina steht ein weit gewöhnlicheres Verb βρενθύομαι nur Präsensstamm sich brüsten, stolz gebärden, anmaßend auftreten (att. und spät), auch βρενθύνομαι (AP), wozu jedenfalls βρένθος im Sinn von Stolz postverbal ist. Ob dagegen der Vogel nach seinen Bewegungen benannt ist oder das Verb vom Vogelnamen ausgeht, läßt sich kaum entscheiden. Dasselbe gilt vom Verb gegenüber βρένθον = μύρον nebst Ableitungen. Über das isolierte βρένθος = τύμβος ist ebenfalls schwer zu urteilen. So schweben alle Etymologien tatsächlich in der Luft. Frühere Versuche bei Bq und WP. 1, 699; s. auch W.-Hofmann s. grandis. — Zu erwägen ist die Zugehörigkeit von βρινδεῖν· θυμοῦσθαι, ἐρεθίζειν H. als illyrisch (v. Blumenthal Hesychst. 6, Krahe DLZ 1930, 1654); anders, gewiß nicht besser, bei WP. 1, 686. S. auch Latte z. St. und Alessio Studi Etruschi 15, 190ff., der βρέντιον, βρένδον (s. d.) heranzieht.
Page 1,266 }}