ἀπρέπεια

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρέπεια Medium diacritics: ἀπρέπεια Low diacritics: απρέπεια Capitals: ΑΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: aprépeia Transliteration B: aprepeia Transliteration C: aprepeia Beta Code: a)pre/peia

English (LSJ)

Ep. ἀπρεπίη, ἡ,

   A unseemliness, Pl.R.465b, etc.    2 impropriety in writing, Id.Phdr.274b.    II ugliness, εἴδεος ἀπρεπίη APl.4.319, cf. Dsc.Alex.27.

German (Pape)

[Seite 338] ἡ, Unschicklichkeit, Unanständigkeit, der εὐπρέπεια entgegengesetzt, Plat. Phaedr. 274 b u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρέπεια: ἡ, ἀπρεπὴς διαγωγή, ἔλλειψις εὐπρεπείας, ἀκοσμία, ἀσχημοσύνη, τὸ τοῦ Κικέρωνος discrepantia, Πλάτ. Πολ. 465C, κτλ. ΙΙ. ἀσχημία, εἴδους ἀπρεπίη (Ἐπ. τύπ.) Ἀνθ. Πλαν. 319.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de convenance, de régularité.
Étymologie: ἀπρεπής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἀπρεπίη AP 16.319
1 falta de decoro, indecencia μὴ ... ἀσχημοσύνην ἀπρέπειάν τε ἐντέκῃ ἀηδῆ Pl.Lg.893a, τῆς πολιτείας Arist.Pol.1270a13, ἐμοὶ μέντοι οὐδεμίαν ἀπρέπειαν ἐμφαίνειν δοκεῖ Sch.Er.Il.19.218, ἀπρέπια PIand.11.8 (III d.C.).
2 inoportunidad δι' ἀπρέπειαν ὀκνῶ καὶ λέγειν Pl.R.465b, εἰς ἀναρμοστίαν καὶ ἀπρέπειαν ἐκβάλλειν Pl.Ep.344d.
3 fealdad, deformidad εἴδεος AP l.c., cf. Dsc.Alex.27.
4 impropiedad al escribir γραφῆς Pl.Phdr.274b
ret. colocación descuidada o poco elegante de las palabras, Sacerd.6.454.29.

Greek Monolingual

η (AM ἀπρέπεια)
έλλειψη ευπρέπειας ή κοσμιότητας
νεοελλ.
κακή, απρεπής ενέργεια
αρχ.
ασχήμια.

Greek Monotonic

ἀπρέπεια: ἡ, ανάρμοστη συμπεριφορά, ακοσμία, έλλειψη ευπρέπειας, ασχημοσύνη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρέπεια: ἡ непристойность, неуместность Plat.; ἀπρέπειάν τινα ποιεῖν τινος Arst. позорить (своим поведением) кого-л.

Middle Liddell

ἀπρεπής
unseemly conduct; indecency, impropriety, Plat.