εἱρκτή

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἱρκτή Medium diacritics: εἱρκτή Low diacritics: ειρκτή Capitals: ΕΙΡΚΤΗ
Transliteration A: heirktḗ Transliteration B: heirktē Transliteration C: eirkti Beta Code: ei(rkth/

English (LSJ)

or εἰρκ-, Ion. ἐρκτή, ἡ, (εἵργω)

   A an inclosure, prison, Hdt.4.146,148, Th.1.131, PTeb.5.260 (ii B. C.), etc.; of the body as prison of the soul, J.BJ2.8.11 (pl.): pl., E.Ba.497, X.Cyr.3.1.19.    II inner part of the house, women's apartments, Id.Mem.2.1.5.

German (Pape)

[Seite 735] ἡ, nach B. A. p. 678, 23 attisch, εἰρκτή gewöhnliche Form bei Poll. 4, 125, das Gefängniß; Eur. Bacch. 497. 500 im plur.; ἐς τὴν εἱρκτὴν ἐςπίπτειν Thuc. 1, 131; Xen. Cyr. 3, 1, 19 u. A. Vgl. N. pr.

Greek (Liddell-Scott)

εἱρκτή: Ἰων. ἑρκτή, ἡ, (εἵργω) μέρος περικεκλεισμένον, δεσμωτήριον, φυλακή, Ἡρόδ. 4. 146. 148, Θουκ. 1. 131, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, κτλ.· ― κατὰ πληθ., Εὐρ. Βάκχ. 497· ― ὡσαύτως, τὸ ἐσωτερικὸν μέρος τῆς οἰκίας, τὸ διὰ τὰς γυναῖκας προωρισμένον, γυναικωνῖτις, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 prison;
2 partie retirée et secrète d’une maison.
Étymologie: εἵργω.

Greek Monolingual

η (Α εἱρκτή και εἰρκτή και ἑρκτή)
φυλακή, δεσμωτήριο
νεοελλ.
πρόσκαιρη κάθειρξη
αρχ.
γυναικωνίτης.

Greek Monotonic

εἱρκτή: Ιων. ἑρκτή, ἡ (εἵργω), εσώκλειστο μέρος, φυλακή, σε Ηρόδ.· επίσης, το εσωτερικό μέρος ενός σπιτιού, τα γυναικεία «διαμερίσματα», σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εἱρκτή: ион. ἑρκτή
1) темница, тюрьма Her., Thuc., Xen., Plut., pl. Eur.;
2) внутренняя часть дома, женская половина Xen.

Middle Liddell

εἵργω
an inclosure, prison, Hdt.:—also the inner part of the house, the women's apartments, Xen.