καμινευτήρ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = foreg.; αὐλὸς κ. the pipe
A of a smith's bellows, AP6.92 (Phil.):—fem. κᾰμῑν-εύτρια Aristarch. ap.Eust. 1835.41, Hsch. s.v. καμινοῖ.
German (Pape)
[Seite 1317] ῆρος, ὁ, dasselbe; αὐλός, Schmelz-, Löthrohr, Philp. 76 (VI, 92).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμῑνευτήρ: ῆρος, ὁ, καμινευτικός, αὐλὸς καμινευτήρ, ὁ σωλὴν φυσητηρίων χαλκέως, Ἀνθ. Π. 6. 92.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui attise le feu du fourneau, de la forge.
Étymologie: καμινεύω.
Greek Monotonic
κᾰμῑνευτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ.· αὐλὸς κ., ο σωλήνας του φυσερού του σιδηρουργού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμῑνευτήρ: ῆρος adj. m воздуходувный: αὐλὸς κ. трубка кузнечного меха Anth.
Middle Liddell
κᾰμῑνευτήρ, ῆρος,
αὐλὸς κ. the pipe of a smith's bellows, Anth. [from κᾰμινεύω]