καταφρόνησις
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
εως, ἡ,
A contempt, disdain, Th.1.122, Pl.R.558b, Arist.Rh.1378b14, D.S.1.93, etc.; disregard, neglect, PMasp.94.13 (vi A.D.), etc.; εἰς κ. ἄγειν τοὺς λόγους D.H. Orat.Vett.2; περὶ ἀλόγου κ., title of work by Polystratus: also without any bad sense, opp. αὔχημα, Th.2.62.
Greek (Liddell-Scott)
καταφρόνησις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., καὶ συνηθέστερον περιφρόνησις, Θουκ. 1. 122, Πλάτ. Πολ. 558Β, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 3· ἀντιτίθεται πρὸς τὸ αὔχημα, τὸ σημαῖνον τὴν μεγὰλην ἰδέαν ἢ τὸ θάρρος, «τὰ ἐγγινόμενα καὶ ἀπὸ εὐτυχοῦς ἀμαθείας καὶ δειλῷ τινι», Θουκ. 2. 62. καταφρονητέον, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ καταφρονήσῃ, τινὸς Ἀθήν. 625D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
mépris.
Étymologie: καταφρονέω.
Greek Monotonic
καταφρόνησις: -εως, ἡ,
1. περιφρόνηση, καταφρόνοια, σε Θουκ., Πλάτ.
2. χωρίς αρνητική σημασία, αντίθ. προς το αὔχημα, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφρόνησις -εως, ἡ [καταφρονέω] minachting.
Russian (Dvoretsky)
καταφρόνησις: εως ἡ Thuc., Plat., Arst., Diod. = καταφρόνημα.
Middle Liddell
καταφρόνησις, εως [from καταφρονέω
1. contempt, disdain, Thuc., Plat.
2. without any bad sense, opp. to αὔχημα, Thuc.